Αφιερωματα

Πρόβατα από .. χρυσάφι. Μία κρητική υπόθεση 90 αιώνων

- 9000 χρόνια παρουσίας στο νησί, συνυφασμένα με μύθους, θρύλους και ιστορία.
- Φυλές σπάνιες που επέζησαν πολέμων, σεισμών και επαναστάσεων.
- Ανάμεσά τους το σπάνιο φαινόμενο της φυλής με τα χρυσά επιχρίσματα που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα.

Στην Αμερική αλλά και σε μερικές χώρες της Ευρώπης τα παιδιά εντυπωσιάζονται πηγαίνοντας σε ζωολογικούς κήπους στην θέα των ... αμνοεριφίων. Είναι επόμενο. Η σχέση τους με την κτηνοτροφία είναι μηδενική και στο περιβάλλον των μεγαλουπόλεων δεν συναντούν κοπάδια ελευθέρας βοσκής. Οι νέες γενιές των κρητικών του 21ου αιώνα δεν κινδυνεύουν, βέβαια, να μην αναγνωρίζουν ένα πρόβατο, όμως ακόμη και στην πάλαι ποτέ κτηνοτροφική Κρήτη οι βοσκοί, τα κοπάδια και ο τρόπος ζωής που όλα αυτά αντιπροσωπεύουν έχει ατονήσει.

Κι όμως. Το πρόβατο είναι ίσως ένας από τους λίγους «κατοίκους» του νησιού που επιβίωσε μίας ιστορίας 9000 χρόνων. Με την ύπαρξή του συνυφάνθηκαν μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις που έθρεψαν πάμπολλες γενιές κρητικών.

Πέρα από το γεγονός ότι η προβατοτροφία στάθηκε μία καλή πηγή για την στήριξη της οικονομίας του τόπου, υπήρξαν εποχές που διαμόρφωσε τους κανόνες επιβίωσης για την κοινωνία του νησιού. Άλλοτε προσαρμόστηκε στην φιλοτιμία των κρητικών και άλλοτε έγινε μέσο για να αντισταθούν στους κατακτητές τους. Και μπορεί το άκακο και φοβιτσιάρικο προβατάκι να μην ενέπνευσε ελεγείες και διθυράμβους για την συμβολή του στην ανάπτυξη της Κρήτης, ήταν όμως πάντα εδώ και αθόρυβα σχεδόν έδινε το τέμπο σε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής που εξαρτιόταν από την ύπαρξή του.

Ακόμη και στις μέρες μας, που οι ρίζες και οι παραδόσεις γοητεύουν και καταγράφονται ως πολύτιμες παρακαταθήκες του τόπου μας, λίγοι είναι σε θέση να πουν πως γνωρίζουν την εξέλιξη της προβατοτροφίας στην Κρήτη. Και ακόμη λιγότεροι είναι εκείνοι που προσπαθούν να διαφυλάξουν τις αμίμητες φυλές των κρητικών προβάτων, που για λόγους παράδοξους και παράλογους δεν προστατεύτηκαν από κανένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα διατήρησης της βιοποικιλότητας, όπως θα τους άρμοζε. Το “e Κρήτη” επιχειρεί μία προσέγγιση της ιστορίας των προβάτων που έζησαν στο νησί μας και γι’ αυτό ζητήσαμε την βοήθεια του παλαίμαχου κτηνιάτρου Γιάννη Καραβαλάκη, ο οποίος διέθεσε χρόνο, κόπο και ενδελεχή έρευνα για να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα. Με την βοήθειά του γυρίσαμε πίσω στο χρόνο και διατρέξαμε μία ιστορία 90 αιώνων.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

9η χιλιετία Προ Χριστού. Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής οι άνθρωποι της εποχής ανακαλύπτουν ένα νέο τρόπο για να τρέφονται, να ντύνονται ζεστά και να εξασφαλίζουν θρεπτικό γάλα. Τα πρώτα κοπάδια προβάτων εξημερώνονται εκεί και η φήμη τους αρχίζει να εξαπλώνεται στα σύνορα του τότε γνωστού κόσμου. Δύο αιώνες αργότερα το ήσυχο, δουλικό και καρτερικό αυτό πλάσμα μεταφέρεται στην Κρήτη. Ίσως να ‘ρθε και νωρίτερα αλλά οι ιστορικές πηγές τότε πρωτοεντοπίζουν την ύπαρξή του. «Ευρήματα από ανασκαφές στην Κνωσό, στο Οροπέδιο του Καθαρού, στο σπήλαιο της Τραπέζας, στο Μικρό Κατωφύγι Σητείας και στο λόφο Βροντά Καβουσίου μαρτυρούν την ύπαρξη προβάτων στην Κρήτη την περίοδο εκείνη» μας είπε ο κ. Καραβαλάκης.

Στα χρόνια του Βασιλιά Μίνωα η Κνωσός είναι σίγουρο ότι δίνει περίοπτη θέση στην προβατοτροφία της. Το παλάτι ελέγχει 80.000 πρόβατα και το κάθε ένα από αυτά αποδίδει 750 γραμμάρια μαλλί. Χαρακτηριστικό της σημασίας, που είχαν τα πρόβατα στην οικονομία της Μινωικής εποχής, είναι το γεγονός ότι από τις 3000 πήλινες πινακίδες της Κνωσού, που σώζονται, οι 800 αναφέρονται σε πρόβατα. Το προηγμένο σύστημα του παλατιού μπορεί να μην είχε στην διάθεσή του κομπιούτερ για να απογράψει τα κοπάδια και να παρακολουθεί την απόδοσή τους, είχε όμως ανθρώπους -υπαλλήλους του ανακτόρου- που έκαναν αυτή ακριβώς την δουλειά: έφτιαχναν δηλαδή, στις πινακίδες που σώθηκαν ένα είδος καταλόγων καταγραφής κοπαδιών και κτηνοτροφικών προϊόντων.

«Η ύπαρξη κοπαδιών, λέει ο κ. Καραβαλάκης, είναι γνωστή από τα τέλη της προανακτορικής περιόδου (γύρω στο 2000 π.Χ.) ενώ τον 15ο π.Χ. αιώνα υπάρχουν οργανωμένα κοπάδια υπό την επιτήρηση βοσκού. Τα κοπάδια αυτά περνούν το καλοκαίρι στα βουνά ενώ το χειμώνα παραχειμμάζουν στα χαμηλά. Το πήξιμο του γάλακτος γίνεται με την βοήθεια μίας ουσίας που βρίσκεται στην συκιά ενώ κατά μία πληροφορία φαίνεται ότι οι βοσκοί της εποχής ήταν οργανωμένοι σε ένα είδος συλλόγου, όπως ήσαν οι πολεμιστές, οι ιερείς κ.α.

Η παραγωγική κατεύθυνση της προβατοτροφίας κατά την Μινωική εποχή ήταν προσανατολισμένη κυρίως προς την παραγωγή μαλλιού αλλά και δερμάτων ενώ η γαλακτοπαραγωγή αποτελούσε δευτερευούσης σημασίας στόχο».

Στα χρόνια που ακολουθούν η μοίρα του νησιού είναι άμεσα συνυφασμένη με την μοίρα των προβάτων του. Οι αναταραχές, οι πόλεμοι, οι κατακτητές και οι επαναστάσεις αυξομειώνουν ανάλογα τα κοπάδια των προβάτων. «Η δωρική κατάκτηση -λέει ο κ. Καραβαλάκης- είχε σαν αποτέλεσμα την δραματική μείωση των προβατοποιμνίων, λόγω των σκληρών αγώνων, που ακολούθησαν μεταξύ των κατακτητών και των παλαιών κατοίκων του νησιού. Μικρή ανάκαμψη σημειώθηκε την πρώτη περίοδο που ακολούθησε την εμφάνιση των ελληνικών πόλεων, η οποία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια, επειδή στην συνέχεια ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες που κράτησαν μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση. Η λεγόμενη «Ρωμαϊκή Ειρήνη» αργότερα, με την παγίωση της εσωτερικής ασφάλειας, επέτρεψε στους προβατοτρόφους να ξαναγυρίσουν στα βοσκοτόπια τους. Στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας, που είναι μία περίοδος συνεχών εξεγέρσεων, για την καταστολή των οποίων οι Ενετοί έλαβαν πολύ σκληρά μέτρα και κάποτε έφτασαν στην επιβολή ερήμωσης ορισμένων περιοχών. Το πλήγμα για την προβατοτροφία ήταν ανάλογο. Τα κοπάδια στο νησί μειώθηκαν δραματικά. Αργότερα όμως η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά και όπως μας πληροφορεί ο Buondelmonti στις αρχές του 15ου αιώνα η προβατοτροφία γνωρίζει νέα άνθηση στο νησί. Ο ίδιος μάλιστα, αναφερόμενος στην εξαγωγική δραστηριότητα του λιμανιού του Ηρακλείου μας πληροφορεί ότι από αυτό φορτώνονταν 30.000 βαρέλια γαλακτοκομικών προϊόντων.

Ο Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) διέλυσε κυριολεκτικά την κρητική προβατοτροφία, η οποία την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας υποχώρησε σε απολύτως υποτυπώδη μορφή. Στην απογραφή του 1699 οι 11 ανατολικές επαρχίες είχαν μόνο 109.845 αιγοπρόβατα και τα Σφακιά 11.000. Με τον καιρό όμως (όπως συμβαίνει συνήθως) η κατάσταση άρχισε και πάλι να βελτιώνεται και σύντομα ανάμεσα στα λίγα προς εξαγωγή προϊόντα του νησιού ξαναμπήκε το τυρί, παρ’ ότι οι Τούρκοι κατακτητές κρατούσαν μεγάλες ποσότητες για λογαριασμό τους. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι εξαγωγές τυριού από την Κρήτη κυμαίνονταν στις 50.000 οκάδες κατ’ έτος.

Κατά την δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ήδη βαριά φορολογία της γης αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα πολλές γεωργικές εκτάσεις να εγκαταλειφθούν και να μετατραπούν σε βοσκοτόπια. Το 1837 η Κρήτη βρέθηκε να έχει 600.000 αιγοπρόβατα και το 1844 έφτασαν τις 908.000.

Αργότερα, στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου τα πρόβατα αποκτούν περίοπτη θέση στην απασχόληση και την οικονομία του νησιού. Μερικοί λένε ότι το 1922 υπήρχαν 2.000.000 πρόβατα στο νησί, αριθμός οπωσδήποτε υπερβολικός. Πάντως η απογραφή του 1927 βρίσκει 700.000 κεφαλές.

Παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και η Κρήτη βάση στοιχείων διαθέτει 435.401 πρόβατα και 255.943 αίγες. Είκοσι χρόνια αργότερα στην απογραφή του 1960 μετρώνται 523.186 πρόβατα και 325.682 αίγες. Αργότερα οι ενισχύσεις της -τότε- ΕΟΚ εξασφάλισαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα στους κτηνοτρόφους και αύξησαν τα κοπάδια στο νησί. Το 1991 η Κρήτη διέθετε 750.000 πρόβατα και 220.000 αίγες, αριθμοί που σαφώς ξεπερνούσαν τα όρια ικανότητας των κρητικών βοσκοτόπων».

Τα «χρυσά δόντια» των προβάτων

Σκέφτεται κανείς ότι η Φύση τους οφείλει ένα έπαθλο για την υπομονή και την καρτερικότητά τους να στέκονται τόσες χιλιετίες στο πλευρό μας. Κι αν στις μέρες μας οι μύθοι ενδημούσαν, σίγουρα κάποιος προικισμένος «παραμυθάς» θα έσπευδε να διαδώσει ότι τα χρυσά δόντια, που διαθέτουν τα πρόβατα του Ψηλορείτη οφείλονται στην Θεία έμπνευση. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Βοσκοί και ορειβάτες πάντως, συχνά ξαφνιάζονται βλέποντας το ολόχρυσο επίχρισμα στα δόντια των κρητικών προβάτων, που βόσκουν στο Οροπέδιο της Νίδας. Οι ακτίνες του ήλιου κάνουν την λάμψη του ακόμη πιο εκτυφλωτική. Στην εποχή του ρεαλισμού όμως οι μύθοι δεν έχουν θέσει και το ζητούμενο πάντα είναι η επιστημονική εξήγηση. Και ο κ. Καραβαλάκης επ΄αυτού μας είπε: «Το φαινόμενο είναι γνωστό κυρίως στην περιοχή του Ψηλορείτη από πολύ παλιά και έχει συνδεθεί με την κατανάλωση από το πρόβατο ενός φυτού που ονομάζεται «νευρίδα», αλλά στην περιοχή οι περισσότεροι το αποκαλούν πια «χρυσόχορτο». Ουσιαστικά, θεωρείται ότι το φαινόμενο των «χρυσών δοντιών των προβάτων» συνίσταται στην  εναπόθεση στο εσωτερικό αλλά και στην εξωτερική επιφάνεια όλων των δοντιών (πλην των κοπτήρων)  μίας ουσίας που αντλείται από την νευρίδα και δίνει χρυσίζουσα λάμψη. Η νευρίδα είναι ενδημικό φυτό της Κρήτης που φύεται σε μεγάλο υψόμετρο και συναντάται κυρίως στην Νίδα, όπου σχηματίζει αληθινό τάπητα τους θερινούς μήνες. Η παρουσία του φαινομένου των χρυσών δοντιών στα πρόβατα είναι επιβεβαιωμένη και τεκμηριωμένη, αντιθέτως η σχέση της με την νευρίδα πιθανολογείται, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί».

Πέρα όμως από το «χρυσίζον» πρόβατο υπάρχουν 4-5 ακόμη κρητικές φυλές που ζουν στο νησί. Ανήκουν όλες στον ορεινό τύπο της ελληνικής φυλής και είναι ζώα ανθεκτικά, λιτοδίαιτα, χαμηλών απαιτήσεων και αποδόσεων, που όμως αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τους ορεινούς, πετρώδεις και χαμηλής παραγωγικότητας βοσκοτόπους μας.

Πρόκειται για την φυλή των Σφακίων, την φυλή κοκκινόματο Αστερουσίων, την φυλή Σητείας , το μεταξόμαλλο Μεσαράς και το μελαμπιανό πρόβατο.

Το Σφακιανό πρόβατο έχει μέσο ύψος 40 εκατοστών και μέσο βάρος 30 κιλών. Τα κριάρια έχουν ελικοειδή κέρατα ενώ οι προβατίνες έχουν καλή απόδοση σε γάλα που κυμαίνεται μεταξύ 30-100 κιλών κατά γαλακτοκομική περίοδο. Το χρώμα της φυλής ποικίλει από λευκό μέχρι μαύρο με μακρούς και οξείς πλοκάμους και ουρά μακριά και λεπτή. Τα μειονεκτήματα της φυλής είναι ότι προσαρμόζεται πολύ δύσκολα σε περιοχές, που βρίσκονται έξω από τα Σφακιά ενώ είναι και ευαίσθητα τα ζώα αυτά στην προϊούσα πνευμονία.

Το πρόβατο των Αστερουσίων είναι μικρόσωμο και το βάρος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 25 κιλά. Το τρίχωμά του είναι αραιό και το χρώμα του συνήθως λευκό (αλλά κάποτε απαντάται και μαύρο). Παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα και θεωρείται ζώο χαμηλών απαιτήσεων αλλά και χαμηλής απόδοσης (δεν ξεπερνά τα 60-70 κιλά γάλα). Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η καστανέρυθρη περιοφθαλμική του κηλίδα, που άλλωστε και του έδωσε το όνομα «κοκκινόματο».

Το πρόβατο της Σητείας είναι μικρόσωμο, με ύψος που συνήθως δεν ξεπερνά τα 55 εκατοστά και βάρος 20-25 κιλά. Μοιάζει πολύ με το πρόβατο των Αστερουσίων στην συμπεριφορά και την απόδοση.

Το Μεταξόμαλλο της Μεσαράς ή του Ψηλορείτη φημίζεται για την καλή ποιότητα του μαλλιού του ενώ τέλος το μελαμπιανό πρόβατο θεωρείται πολύ καλύτερων επιδόσεων από όλες τις άλλες κρητικές φυλές.

Μ.Κορνάρου


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε.

ESPA BANNER