Της Ελένης Βασιλάκη
Μ’ αφορμή τη νέα φουρνιά των τουρκικών σήριαλ που άρχισε να προβάλλει η Ελληνική τηλεόραση δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον εύλογο προβληματισμό μου. Προβληματισμό όχι γιατί οι γείτονες μας έχουν πλούσια τηλεοπτική παραγωγή , καλής ποιότητας, την οποία εξάγουν στο εξωτερικό αλλά γιατί εμείς ως χώρα εδώ και δεκαετίες, πριν καν μας ακουμπήσει η κρίση, σταματήσαμε να παράγουμε τηλεοπτικά προϊόντα ικανά να αποτελέσουν πρεσβευτές μας σε άλλα κράτη.
Η τελευταία ελληνική σειρά που θυμάμαι να έχει προβληθεί στην Τουρκία ήταν η «Λωξάντρα» ενώ κάποια στιγμή ακούστηκε ότι ήθελαν να πάρουν οι Τούρκοι και την επιτυχημένη σειρά «Το Νησί» ,που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο best seller της Βικτώρια Χίσλοπ.
Πέραν τούτων ουδέν! Και αιτία δεν είναι η οικονομική μας ένδεια που δεν επιτρέπει να γυριστούν ακριβές τηλεοπτικές σειρές. Όχι.. Αιτία είναι το ότι κανείς σε αυτή τη χώρα , και πρωτίστως η Πολιτεία, δεν δίνει σημασία στο πόσο πολύ μπορεί ένα λαϊκό-μαζικό τηλεοπτικό προϊόν να βοηθήσει στη διάδοση του πολιτισμού αλλά και τουριστικά .
Για τους Έλληνες υπουργούς είναι « ψηλά γράμματα» δηλώσεις όπως εκείνη του Τούρκου Υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού Αμπντουραχμάν Aρισί, ο οποίος σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα εξήγησε πως « Η κυβέρνηση απεφάσισε όπως προωθήσει τουρκικές σειρές σε χώρες του δυτικού και όχι μόνο κόσμου δωρεάν για να προβληθούν στα κανάλια των χωρών αυτών, προς προώθηση της τουρκικής κουλτούρας και την προσέλκυση τουριστών, αλλά και γενικώς την προώθηση των συμφερόντων της Τουρκίας».
Σιγά μην καθίσει ο Έλληνας υπουργός Πολιτισμού ή εκείνη του Τουρισμού να ασχοληθούν με «ευτελείς» μορφές πολιτιστικής και τουριστικής προβολής όπως είναι τα σήριαλ.
Η δύναμη πολιτιστικής διπλωματίας ,ακόμα και μέσω της τηλεόρασης, είναι άγνωστη για τους Έλληνες αξιωματούχους ,και όχι μόνο.
Εύστοχα ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του με τίτλο «Πολιτιστική Διπλωματία» έχει επισημάνει τα εξής: Ακόμα σήμερα, το μεγαλύτερο εμπόδιο για να οργανωθεί και να ασκηθεί πολιτιστική διπλωματία από το ελληνικό κράτος είναι η σύγχυση που μαστίζει τη διανόηση, την παιδεία και κατά συνέπεια , τη συνολική ελληνική κοινωνία ως προς τη πολιτιστική ταυτότητα μας των Νεοελλήνων. Συγχέουμε τον πολιτισμό με το φολκλόρ ή προβάλλουμε σαν πολιτιστικές μας επιδόσεις επιτεύγματα απομίμησης του δυτικού προτύπου και ιδεώδους μας. Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τη σχέση του νεότερου Ελληνισμού με τον βυζαντινό και μεταβυζαντινό ελληνισμό-θέμα που κρίνει και τη σχέση μας (πραγματική και γόνιμη ή φαντασιώδη και ιδεολογική) με την Αρχαία Ελλάδα»
Κοινώς ..δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε. Πως λοιπόν να ανταγωνιστούμε τους Τούρκους; Και μη μου πει κανείς πως δεν ερωτεύεται την Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη , έτσι όπως την προβάλλουν μέσα από τα σήριαλ τους; Μη μου πει ότι δεν θαύμασε το Μαρντίν στη Μεσοποταμία ή ότι δεν αναρωτήθηκε που βρίσκονται όλα εκείνα τα υπέροχα και επιβλητικά κτίρια όπου γίνονται τα περισσότερα γυρίσματα τους;
Εμείς απέναντι σε αυτά τι έχουμε να αντιτάξουμε; Σειρές γυρισμένες εξολοκλήρου μέσα σε στούντιο με κλεφτές ματιές στον έξω κόσμο. Σειρές που δεν είναι ανάγκη να προβάλλουν κανενός είδους πολιτισμό, γιατί αυτά τα πράγματα θεωρούνται αυτονόητα σε μια χώρα που γυρίζει διαφημιστικά για τον τουρισμό της στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου.
Θα δανειστώ και πάλι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Γιαννάρα που συμπυκνώνει όλο το αδιέξοδο δείχνοντας μας παράλληλα την έξοδο από το τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε:
«Πολιτιστική διπλωματία μπορεί να ασκηθεί μόνο από λαούς που μπορούν να διακρίνουν τι το ξεχωριστό , το αποκλειστικά δικό τους έχουν να συνεισφέρουν στον διεθνή στίβο των πολιτιστικών αλληλεπιδράσεων , ποια δυναμική ετερότητα τους καθιστά ενεργούς μετόχους στο πολιτιστικό γίγνεσθαι . Από κοινωνίες που σαρκώνουν επιτεύγματα ικανά να λειτουργήσουν ως πρόταση πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια»
Και το ερώτημα που δυστυχώς ανακύπτει μετά από αυτό είναι : Γιατί εμείς ξεχάσαμε ότι είμαστε ένας τέτοιος λαός;