Ο Τον-Πούλο-Γλου, η διαφθορά και μία επιστημονική ανάλυση
Ο πολύς κύριος Τον-Πούλο-Γλου μας έδωσε πάλι το έναυσμα να ασχολούμαστε με την διαφθορά. ¨Όχι την μίζα των 20.000 ευρώ, που με λίγη "ευκινησία" θα βγεί κακούργημα, αλλά την βαθειά σήψη και διαφθορά που υποκρύπτει η αμίμητη ατάκα του "όλοι κονομάνε, εγώ μ..... είμαι".
Μπορεί στα μέρη μας η έννοια της διαφθοράς να υπήρξε απόλυτα συνυφασμένη με τον καθημερινό βίο των Ελλήνων τις τελευταίες δεκαετίες, ως φαινόμενο όμως συνήθως απαντάται διεθνώς σε επίπεδο εμπλοκής εξουσιών που διαπλέκονται και αλληλοσυγκαλύπτονται για να προσπορίσουν άνομα οφέλη.
Μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του θέματος επιχείρησε πρόσφατα ο Γάλλος μελετητής Πιερ Λασκούμ στο βιβλίο του με τίτλο «Διαφθορά», όπου εξετάζει τις ποικίλες μορφές και πρακτικές της διαφθοράς και αναψηλαφεί γνωστές υποθέσεις από την πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία. Με την τοποθέτησή του αμφισβητεί ριζικά την καθησυχαστική αντίληψη, που βλέπει τη διαφθορά σαν μια περιθωριακή εκδήλωση, σαν ένα δευτερεύον παθολογικό σύμπτωμα που ταλανίζει περιστασιακά έναν κατά βάση υγιή οργανισμό. Ο Λασκούμ υπογραμμίζει ότι η διαφθορά είναι μια μόνιμη κατάσταση και θα πρέπει πλέον να θεωρείται ως ένας γενικευμένος τρόπος δράσης, ακριβώς επειδή απαντάται όχι μόνο στους δημόσιους και τους ιδιωτικούς θεσμούς, αλλά και στις μεταξύ μας κοινωνικές σχέσεις.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, έχει αναπτυχθεί στη Γαλλία, όπως είχε συμβεί προηγουμένως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μια σημαντική τάση να εμπλέκονται πολιτικοί και γενικοί διευθυντές επιχειρήσεων σε ενέργειες που σχετίζονται με τη «διαφθορά». Πιο συγκεκριμένα, με αυτή τη λέξη-κατηγορία στιγματίζονται διαφόρων ειδών δραστηριότητες που είναι παράνομες ή θεωρούνται παράνομες. Πρώτα απ' όλα, ενοχοποιείται στα μάτια της κοινής γνώμης μια ολόκληρη σειρά από ατομικές πρακτικές, όπως ο προσωπικός πλουτισμός, η ευνοιοκρατία για τους οικείους ή τους φίλους, η αθέμιτη απόκτηση κονδυλίων για την κάλυψη των εκλογικών δαπανών κ.λπ. Πέρα όμως από τη διαφθορά των προσώπων, τίθεται επίσης το ζήτημα της διαφθοράς των οργανισμών, είτε πρόκειται για κόμματα που αναζητούν χρηματοδοτικούς πόρους είτε για δημόσιες υπηρεσίες που δεν τηρούν τις προβλεπόμενες διαδικασίες, αλλά και γενικότερα το ζήτημα της διαφθοράς των πολιτικών θεσμών, όταν συμβάλλουν στο θρίαμβο του ιδιωτικού συμφέροντος εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Τέλος, κατονομάζονται επίσης ως ένοχες οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τη διαφθορά για να επιτύχουν τους οικονομικούς στόχους τους. Σε αυτό τον τομέα, τα οικονομικά συμφέροντα και η κατάχρηση εξουσίας συμβαδίζουν. Όμως, οι δυο αυτές διαστάσεις δεν είναι σαφώς καθορισμένες, το κέρδος που προσδοκά ο διεφθαρμένος δεν είναι αναγκαία άμεσο και τα αναμενόμενα οφέλη δεν έχουν συστηματικά χρηματική μορφή. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο η διαφθορά να έχει τη μορφή της αμοιβαίας εξυπηρέτησης, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μακροπρόθεσμα και δύσκολα αποτιμάται χρηματικά. Όσο για τη δύναμη της επιρροής, συχνά είναι δύσκολο να χαραχτούν τα όρια ανάμεσα σε μια νόμιμη πρακτική και στην κατάχρηση εξουσίας. Μια λέξη ή ένα τηλεφώνημα μπορεί να έχουν καθοριστική επίδραση στη λήψη μιας απόφασης, χωρίς παρ' όλα αυτά να αφήσουν απτά ίχνη.
Ο όρος «διαφθορά» είναι θύμα των αμφισημιών που έχει η έννοια αυτή στην καθομιλουμένη. Σήμερα χρησιμοποιείται, ιδίως από πολλούς δημοσιογράφους και πολιτικούς παράγοντες, σαν μια γενική έννοια που συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφές κατάχρησης εξουσίας, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Ο όρος αποκτά ακόμα πιο ευρεία σημασία, όταν χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια συμπεριφορά στα όρια της νομιμότητας από ανθρώπους που κατέχουν κάποιο πολιτικό ή διοικητικό αξίωμα (προνομιακή πληροφόρηση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή για χωροταξικά σχέδια, φορολογικοί διακανονισμοί) ή κάποια σημαντική θέση στους κόλπους μιας επιχείρησης (παραποίηση λογιστικών στοιχείων, φοροδιαφυγή). Η διαφθορά σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται συνώνυμη της παρέκκλισης, χωρίς όμως να προσδιορίζεται με σαφήνεια η νόρμα βάσει της οποίας αξιολογείται αυτή η συμπεριφορά. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι ουσιαστικά η κοινωνική προσοχή στρέφεται στην πολιτική διαφθορά, ενώ δεν δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στη διαφθορά στην οποία ενέχονται ιδιωτικοί παράγοντες και ιδίως αυτή που υφίσταται στις σχέσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις. Παρόλο που οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν να είναι ελάχιστα ορατές, καθώς οι καταγγελίες εναντίον τους είναι λιγότερες και πιο δύσκολο ν' αποδειχτούν, είναι εξίσου σημαντικές. Πράγματι, είναι αλληλένδετες με τις ανταγωνιστικές συγκρούσεις και τους ελιγμούς που αποσκοπούν στον έλεγχο της αγοράς. Ο νόμος της ζήτησης και της προσφοράς ισχύει και στη διαφθορά, με τη ζήτηση να πηγάζει από τους παράγοντες της οικονομίας και με την προσφορά να βασίζεται στην απληστία όσων ασκούν πολιτικά λειτουργήματα.
Αν τη δούμε κάτω από αυτό το ιδιαίτερα διευρυμένο πρίσμα, η διαφθορά υποδηλώνει δυο είδη παρεκκλίσεων. Πρώτα απ' όλα, τη συμπεριφορά αυτού που κατέχει εξουσία και, μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του δημοσίων ή ιδιωτικών, χρησιμοποιεί τη θέση ισχύος του για να παραβιάσει κάποιον κανόνα είτε προς όφελός του είτε προς όφελος κάποιου άλλου ατόμου ή οργανισμού. Δεύτερον, η διαφθορά ισοδυναμεί με μια πιο ευρεία έννοια, η οποία υποδηλώνει την παράκαμψη ή τη διαστρέβλωση κάποιας επαγγελματικής νόρμας (καλή πίστη στις συναλλαγές) ή κάποιας ηθικής αρχής (ισότιμη αντιμετώπιση), που η τιμωρία τους δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια.
Πρώτα απ' όλα, οι μορφές διαφθοράς κλιμακώνονται, από κανονιστική άποψη, ανάμεσα σε δυο ακραίους πόλους. Στη μια μεριά, υπάρχουν οι ποινικές παραβάσεις, που καθορίζουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και την τιμωρία της (ενεργητική και παθητική διαφθορά, ανάμειξη σε αθέμιτες συναλλαγές, δωροληψία, παρεμπόδιση της ισότητας των ευκαιριών στις αγορές, συνενοχή πρώην δημοσίων λειτουργών). Στο άλλο άκρο, βρίσκεται η κοινωνικά αμφιλεγόμενη συμπεριφορά, που όμως ο τρόπος τιμωρίας της παραμένει απροσδιόριστος (lobbying, φοροδιαφυγή, ίδρυση εταιρειών offshore για τη συγκρότηση μαύρων ταμείων, δώρα που στο τέλος του έτους προσφέρει μια επιχείρηση σε κάποιο δημόσιο λειτουργό ή σε κάποιον εκλεγμένο πολιτικό, μερικές περιπτώσεις δημοσίων λειτουργών που εγκαταλείπουν τον δημόσιο τομέα για να εργαστούν στον ιδιωτικό). Το δίκαιο είναι επομένως ο ερμηνευτής της ιεραρχίας των κοινωνικών συμφερόντων και αξιών που θεωρούνται ότι χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο και σε ένα δεδομένο τόπο. Για παράδειγμα, τυποποιεί τη διαφορά ανάμεσα στη διαφθορά που τιμωρείται και το χρηματισμό ή ανάμεσα στην ευνοιοκρατία και την ύπαρξη εκλογικής πελατείας.