Μικρό παιδί, θα᾽μουν δε θα᾽μουν έξι ετών, βρήκα μέσα σε μια ντουλάπα του σπιτιού, πίσω από τα κουτιά με τα γάλατα ΝΟΥΝΟΥ, μια καφέ, φθαρμένη θήκη. Τα γάλατα ήταν πάντα στοιχισμένα σε στοίβες, δεν τελείωναν ποτέ. Ήταν η πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να δω τι κρύβεται από πίσω. Η θήκη ήταν βαριά κι είχε ένα μεγάλο έξτρα κορδόνι περασμένο στις δυο άκρες, προφανώς για να κρεμιέται στον ώμο. Μέσα τις είχε ένα ζευγάρι μαύρα κυάλια, που σε κάποια σημεία τους η επιφάνεια ήταν ξεφλουδισμένη. Κρατώντας με προσοχή το θησαυρό μου, σαν να ήταν πληγωμένο πουλί που ψάχνει ζεστασιά στις χούφτες, πήγα στη μαμά μου για εξηγήσεις.
"Ο παππούς σου ήταν Καπετάνιος στον ΕΛΑΣ”, είπε. “Ο παππούς; Ήταν καπετάνιος ο παππούς; Και γιατί ποτέ δεν τον έχω δει σε καράβι;”, ρώτησα. Η μαμά μου, μετά το αυθόρμητο χαμόγελο, που θαρρώ ότι είναι ακόμη το ομορφότερο που μου έχει χαρίσει, σοβάρεψε. Δεν ήξερε από που να αρχίσει την αφήγηση. Από όσα μου έλεγε, δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Πως γίνεται κάποιος να είναι καπετάνιος σε γειτονιά κι όχι σε καράβι; Πως είναι δυνατόν να κουμαντάρει αντάρτες κι όχι ναύτες; Αυτοί οι αντάρτες τι ήταν; Ο παππούς μου, ο Γιάννης Καστανάκης, δεν ήταν λογιστής; Αφού με ένα καλοξυσμένο μολύβι στο αυτί κυκλοφορούσε και τιράντες. Με τα πολλά, το μυαλό μου φουρτούνιασε. Το μόνο στοιχείο που μου φάνηκε οικείο ήταν η αναφορά της μαμάς μου στη συνθήκη της Βάρκιζας- εκεί, ήταν ο ῾Ζάχος῾, το σουβλατζίδικο που σταματούσαμε όταν πηγαίναμε στο εξοχικό μας στη Σαρωνίδα.
Δυστυχώς, τον παππού μου δε μπόρεσα να τον χαρώ πολύ. Αν και τον πρόλαβα δέκα τρία ολόκληρα χρόνια ζωντανό, το Αλτσχάιμερ τον κράτησε μακριά μου. Ωστόσο, θυμάμαι τους δυο μας να ανεβαίνουμε στην Ακρόπολη, και με τα κυάλια που είχα ανακαλύψει, να ψάχνουμε την πολυκατοικία μας στη Ροβέρτου Γκάλλι. Μύριζε ένα παράξενο άρωμα, πραγματική ευωδία. Σαν συνδυασμός λεβάντα-γιασεμιού. Αργότερα, όταν επισκέφτηκα την Κωνσταντινούπολη, κατάλαβα ότι αυτή η ευωδία ήταν κληρονομιά της πολίτικης καταγωγής του. Τι κρίμα που τότε δεν είχα μαζέψει στη φαρέτρα μου τις σωστές ερωτήσεις. Αχ και να τον είχα τώρα μπροστά μου! Να τον ρωτήσω για τα Σεπτεμβριανά, για τη Συνθήκη της Βάρκιζας, για τον Ζαχαριάδη, για την τωρινή ηγεσία του ΚΚΕ, να μου πει για τα θερινά μπάνια στο Βόσπορο και για τους συντρόφους του στον ΕΛΑΣ. Να μου πει αν ο ίδιος γνώριζε τον Θεόδωρο Καλλίνο...
Ο Θεόδωρος Καλλίνος, ένας από τους τελευταίους-αν όχι ο τελευταίος- Καπεταναίους του ΕΛΑΣ από τη Σύσκεψη της Λαμίας, σε ηλικία 99 χρονών πέθανε στις 9 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη. Το όνομα του δεν το είχα ακούσει ποτέ. Η ιστορία στο σχολείο μονοπωλείται από τα κατορθώματα του Άρη Βελουχιώτη, χώρος δεν υπάρχει για τους υπόλοιπους-λογικό. Παράλογο που έμαθα για αυτόν από blogs και sites, παράλογο που η καθημερινότητα μου είναι τόσο δομημένη που δεν αφήνει περιθώριο για να ασχοληθώ με “αγνώστους”. Μέχρι και την είδηση για τον θάνατό του τη διάβασα δυο μέρες μετά. Εσκεμμένα δεν αναφέρω τίποτα από τις πολιτικές του πράξεις, τίποτα για το ψευδώνυμο του. Όσοι ενδιαφερθούν θα ψάξουν να τις βρουν. Μάλιστα, αν μπορούσα, στο συγκεκριμένο άρθρο θα έγραφα μόνο το όνομα του.
Με ενοχλεί ο εαυτός μου. Με ενοχλεί που δεν αφιερώνει χρόνο για να μάθει την ιστορία της πατρίδας του. Με ενοχλεί που τέτοιοι άνθρωποι φεύγουν χωρίς ένα “αντίο”. Δεν είναι θέμα αναζήτησης ηρώων. Δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού. Είναι το κενό που κρύβεται πίσω από τα γάλατα του καθενός. “Αντίο” Καπετάν Αμάρμπεη.
Πηγή: Protagon.gr