Όταν η δική μου η μάνα, η αγράμματη αγρότισσα*, έβγαινε στις αγορές παραμονές του Πάσχα, έκανε εμάς, τα παιδιά της, ευτυχισμένα.
Η μάνα μου, η αγράμματη αγρότισσα, είχε κάνει το κουμάντο της, όπως έλεγε. Με το λιγοστό εισόδημα από τα χωράφια, τα λιόφυτα, τα αμπέλια, τα περβόλια, τάιζε τα παιδιά της κι είχε και αποταμίευση για ώρα ανάγκης. Είχε κάνει τον προγραμματισμό της για την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, ερχόταν και ο Άη Βασίλης την Πρωτοχρονιά με έξοδα της μάνας, αυτά τα πενιχρά που μπορούσε να του προμηθεύσει του Αγίου για να μας τα φέρει. Την εποχή που άνοιγαν τα σχολεία είχε κανονίσει να έχουμε τα σχολικά μας, να πληρώσει τα αγγλικά μας και να μας αγοράσει κανένα καινούργιο ρούχο για να το φοράμε στο σχολείο, αφού τα περυσινά δε μας έκαναν πια.
Το Πάσχα το περιμέναμε ως παιδιά πώς και πώς. Πολλά πράγματα που βρίσκονταν στη σφαίρα της επιθυμίας μας καιρό τώρα, είχαν προγραμματιστεί από τον υπεύθυνο της μικρής μας οικονομίας για την εποχή αυτή. Τα πράγματα αυτά δεν ήταν τα περίσσια αλλά τα απαραίτητα. Ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα.
Το σπίτι προετοιμάζονταν για τη Λαμπρή. Η σόμπα είχε αποσυναρμολογηθεί, τα ίχνη της είχαν σβηστεί από τοίχους και ταβάνια με ασβέστη και ώχρα. Καινούργια στρωσίδια στις καρέκλες και στον καναπέ, καινούργια τραπεζομάντιλα, συχνά και κουρτίνες.
Τα παιδιά με τη λάμψη της προσμονής στα μάτια. Μετά από πολυήμερη νηστεία (αλλά όχι πείνα) και με την επιθυμία του καινούργιου ρούχου και παπουτσιού ολοφάνερη, περιμέναμε, μετά την καθαριότητα του σπιτιού, να βγει η μάνα μας στις αγορές. Κι εκείνη έβγαινε και γέμιζε το σπίτι με τρόφιμα και ρούχα. Όλα πληρωμένα τοις μετρητοίς, συχνά της έκαναν και έκπτωση, μάλιστα. Όλα με χρήματα από τον κόπο της και τον κόπο του πατέρα και από το καλό της “κουμάντο”. Έτσι κρατούσε τα παιδιά της χορτάτα κι ευτυχισμένα. Απλή εφαρμογή της οικιακής οικονομίας στη βασική μορφή της, από την αγράμματη αγρότισσα. Κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει υπουργός οικονομικών κι ας μην είχε πτυχίο.
Κι έρχεται τώρα η μεγάλη μάνα, η Ελλάς, και βγαίνει στις αγορές κι επιστρέφει με τι; Με ακριβοπληρωμένα δανεικά! Τι σου ζητήσαμε μάνα Ελλάς; Να μας φέρεις παιδοχειρουργό για το ΠΑΓΝΗ, να μας φέρεις δασκάλους για τα σχολεία, να μας φέρεις φάρμακα, πετρέλαιο για να μην κρυώνουμε το χειμώνα. Να φέρεις δουλειές για τους μπαμπάδες και τις μαμάδες για να μην πεινάνε τα παιδιά τους. Τα στοιχειώδη, δηλαδή, που μας λείπουν εκεί που μας έχεις καταντήσει, ωραία, μορφωμένη και πανέξυπνη μανούλα. Και πας και μας φέρνεις δανεικά για να πληρώσεις τα άλλα δανεικά που πήρες και τα φάγανε τα άλλα, τα αγαπημένα σου παιδιά; Βγήκες στις αγορές κι αγόρασες τρόφιμα για να παραθέσεις γεύμα σ’ αυτούς που άφησαν τη δική μου μάνα, την αγρότισσα, αγράμματη κι έμειναν ατιμώρητοι γι αυτό;. Γιατί αγνοείς τις ανάγκες των παιδιών σου, μάνα Ελλάς;
Μας έχεις φέρει σε έσχατη κατάσταση, μάνα Ελλάς. Όλα μας τα πήρες. Κι όταν κάποιος δεν έχει να χάσει πια τίποτα πρέπει να τον φοβάσαι, μάνα.
*Η μάνα μου έμεινε αγράμματη και έγινε αγρότισσα, όχι γιατί ήταν χαζή, αλλά γιατί, μόλις τελείωσε την πρώτη δημοτικού ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό της και δεν την άφησαν να ξαναπάει στο σχολείο.
Γεωργία Καρβουνάκη