Ορισμός του φόβου του εγκλήματος, η έννοια της ασφάλειας και η μεταξύ τους αλληλόδραση.
*της Ερασμίας Μπίτσικα
Ο φόβος του εγκλήματος ή διαφορετικά ο φόβος θυματοποίησης προσλαμβάνεται σήμερα ως ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, καθώς το αίσθημα ανασφάλειας των Ελλήνων πολιτών γιγαντώνεται με τον χρόνο σύμφωνα με τις κοινωνιολογικές έρευνες. Για την ακρίβεια ο Έλληνας θεωρείται ο πιο φοβισμένος πολίτης της Ευρώπης. Ενώ οι Φιλανδοί αισθάνονται μόνο κατά 17% και οι Ολλανδοί κατά 18% ανασφαλείς, οι Έλληνες απαντούν κατά 42% οτι νιώθουν ανασφάλεια όταν κυκλοφορούν μόνοι το βράδυ στην περιοχή που κατοικούν! Στην Ευρωπαϊκή έρευνα θυματοποίησης του 2005 οι ερωτώμενοι απάντησαν για τυχόν εμπειρία τους με προβλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά στην περιοχή τους. Οι τάσεις είναι αυξητικές. Από το 13% το 1996 (στην Ευρώπη των 15), έχουμε 17% το 2000 και 21% το 2005. Tα υψηλότερα επίπεδα βρέθηκαν στην Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Τα χαμηλότερα επίπεδα στην Φιλανδία, Σουηδία, Ουγγαρία και Δανία.
Όσον αφορά δε στην Αθήνα, τα τελευταία στοιχεία από την πρόσφατη έρευνα της καθηγήτριας Χρ. Ζαραφωνίτου στα καταστήματα του κέντρου της Αθήνας δείχνουν πως ο φόβος των καταστηματαρχών είναι έντονος και αυξημένος λόγω της υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής στο κέντρο της πόλης (εγκαταλελειμμένα κτίρια, απορρίμματα στους δρόμους, κακός φωτισμός), λόγω της διακίνησης των ναρκωτικών, της αύξησης του παραεμπορίου, των λουκέτων και λόγω του μεγάλου αριθμού παράνομων μεταναστών.
Οι εγκληματολόγοι θεωρούν ότι ο φόβος του εγκλήματος έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό θέμα, ίσως μεγαλύτερο και από το ίδιο το έγκλημα. Ήδη από το 1996 ο Hale έχει αναγνωρίσει το φόβo του εγκλήματος ως μια υπο-επιστήμη (sub-discipline), δηλαδή έναν νέο εγκληματολογικό τομέα έρευνας και προβληματισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, και ενώ, πριν από μια δεκαπενταετία ο όρος «culture of fear» ίσως και να μην σήμαινε και πολλά στον κόσμο, σήμερα οι άνθρωποι συχνά μιλούν για τον πολιτισμό του φόβου ως μια απτή πραγματικότητα που διαμορφώνει την καθημερινή τους ζωή. Επίσης, παρατηρούμε ότι το έγκλημα και η ανασφάλεια απασχολούν σε μεγάλο ποσοστό τον πολιτικό διάλογο και είναι ακόμη πρώτο θέμα συζήτησης μεταξύ των κατοίκων μιας πόλης. Όσον αφορά την ανάλυση του φαινομένου της εγκληματικότητας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, διαπιστώνουμε ότι η αστική διαβίωση εκτός των άλλων προβλημάτων που δημιουργεί ή εξαιτίας αυτών καλλιεργεί στους κατοίκους το άγχος, το αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου για πιθανή θυματοποίησή τους. Ποιος είναι ο συσχετισμός μεταξύ του φόβου του εγκλήματος και της «ασφάλειας»;
Η λέξη ασφάλεια ως έννοια έχει άλλη απήχηση στο πεδίο των διεθνών σχέσεων απ’ ότι έχει στην κοινωνιολογία ή στην εγκληματολογία. Αυτό γιατί ο όρος λειτουργεί και σε μακρο-επίπεδο και σε μικρό-επίπεδο, δηλαδή μπορεί να σχετίζεται με μαζικές καταστροφές και τρομοκρατικές ενέργειες αλλά και με αντικοινωνικότητες (incivilities) και το έγκλημα του δρόμου (street crime). Έχει σχέση με τις ελπίδες των ανθρώπων αλλά και με τους φόβους και τα άγχη τους. Ετυμολογικά, προέρχεται από τον συνδυασμό του μορίου α στερητικού και του ρήματος «σφάλλω» που σημαίνει κάνω κάποιον να κλονίζεται, να σκοντάφτει, να πέφτει και μεταφορικά: πέφτω σε λάθος, αστοχώ. Επομένως, ασφάλεια υπάρχει όταν απουσιάζει η πιθανότητα επέλευσης ενός κακού. Εκτός από την προσωπική ασφάλεια του ατόμου, εμφανίζονται ακόμη, σε σχέση πλέον με την ασφάλεια της πολιτείας, οι ιδέες της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας ασφάλειας. Η εθνική ασφάλεια αφορά την προστασία της πολιτείας από κίνδυνο ξένης δύναμης, ενώ η δημόσια ασφάλεια αναφέρεται στην προστασία των θεσμών και των αξιών της πολιτείας από εσωτερικές πολιτικές μειοψηφίες. Από την άλλη μεριά, η ανασφάλεια, θα λέγαμε ότι είναι γενικότερη έννοια και «εστιάζει στην εγκληματικότητα ως κοινωνικό πρόβλημα και όχι ως προσωπική κατάσταση». Γι’ αυτό και πολλοί ερωτηθέντες απαντούν στις σχετικές έρευνες και δημοσκοπήσεις ότι φοβούνται πως θα θυματοποιηθούν εκφράζοντας έτσι τις γενικότερες κοινωνικές τους ανησυχίες. Η ανασφάλεια αν και ευρύτατα χρησιμοποιούμενη τα τελευταία χρόνια δεν ορίζεται μονοσήμαντα, αφού αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη και υποκειμενική κατάσταση. Σύγχυση επίσης προκαλεί η χρήση της έννοιας ανασφάλειας (insecurity) αντί αυτής της ανησυχίας (worry), καθώς, ενώ φαινομενικά ταυτίζονται, στην πράξη συχνά διαφοροποιούνται: ορισμένοι θεωρούν τους εαυτούς τους ανήσυχους χωρίς να πιστεύουν, ωστόσο ότι θα γίνουν και οι ίδιοι θύματα της εγκληματικότητας, ενώ άλλοι επιβεβαιώνουν τον φόβο τους για το έγκλημα, αν και δεν το συγκαταλέγουν μεταξύ των σημαντικών θεμάτων κοινωνικής ανησυχίας.
Όσον αφορά στον φόβο του εγκλήματος αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα. Με τον όρο φόβος του εγκλήματος: α) ένας άνδρας μπορεί να καταλαβαίνει τον φόβο μιας επίθεσης, ενώ μια γυναίκα τον φόβο μιας σεξουαλικής επίθεσης, β) μερικοί εννοούν τον φόβο που αισθάνονται μέσα στο σπίτι τους (ενώ παράλληλα δεν φοβούνται να κυκλοφορούν έξω όλες τις ώρες ελεύθερα), γ) μερικοί φοβούνται μόνο έξω από το σπίτι τους, δ) σε κάποιους ο φόβος αναμειγνύεται ορισμένες φορές με άλλα συναισθήματα όπως είναι ο θυμός, ιδίως αν έχει θυματοποιηθεί, ε) πολλοί εννοούν τον φόβο που αισθάνονται όταν ακούνε λόγους και συζητήσεις γύρω από το έγκλημα, στ) άλλοι ζουν με την σκέψη ότι κάποιος ξένος μπορεί να τους χτυπήσει / επιτεθεί οποιαδήποτε στιγμή στο σπίτι, στην δουλειά, στον δρόμο, ζ) κάποιος εννοεί τον φόβο για την προσωπική του βλάβη (fear of personal harm) και άλλος εννοεί τον φόβο μήπως του κλέψουν κάτι δικό του (fear of property). Στο σημείο, αυτό, θα θέλαμε να θέσουμε έναν προβληματισμό σχετικά με την ποικιλότητα του φόβου των γυναικών. Δεν φοβούνται όλες οι γυναίκες τις ίδιες καταστάσεις, ούτε έχουν κατά νου τα ίδια εγκλήματα, όταν απαντούν θετικά στις σχετικές ερωτήσεις των ερευνών περί φόβου του εγκλήματος. Παραδείγματος χάριν, μερικές γυναίκες νιώθουν ότι απειλούνται λιγότερο σε επικίνδυνες καταστάσεις (λ.χ. λεκτική επιθετικότητα), ενώ αν ακούσουν ή δουν κάποιον άγνωστο έξω από το σπίτι, τους προκαλεί πιο έντονη αίσθηση απειλής και φόβου. Κάτι, που καταδεικνύει σαφώς το ότι, ίσως πολλές γυναίκες διάγουν την ζωή τους με τον στερεοτυπικό φόβο ότι κάποιος άγνωστος παραμονεύει έξω από το σπίτι για τις βλάψει. Από την άλλη μεριά, πολλοί άνδρες φοβούνται πάρα πολύ, ίσως και λίγο περισσότερο από τις γυναίκες τα εγκλήματα γύρω από το αυτοκίνητο (car crime), όπως αποκαλύφθηκε από τους Stanko και Hobdell στην έρευνά τους το 1993 με ερωτηθέντες άνδρες-θύματα επιθέσεων. Ένας άλλος σύγχρονος φόβος που παρουσιάζεται ως νέος τύπος αφορά τα μέσα μαζικής μεταφοράς, λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας του δρόμου και των τρομοκρατικών ενεργειών. Τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε ο Albert R. Hauber από το Πανεπιστήμιο του Leiden έδειξαν, ότι το 75% των ελεγκτών τρένων απαντούν πως έχει αυξηθεί η επιθετική και βίαιη συμπεριφορά στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Επίσης, κάτι λιγότερο από τους μισούς παραδέχονται ότι νιώθουν ανασφάλεια κατά την διάρκεια της δουλειάς τους, ιδίως τις νυχτερινές ώρες, γι’ αυτό και αποφεύγουν να τσεκάρουν εισιτήρια το βράδυ με άμεση συνέπεια την επίταση της ανασφάλειας και στους επιβάτες που δεν βλέπουν κανένα ελεγκτή.
Επανερχόμενοι στον ορισμό του φόβου του εγκλήματος, οι ερευνητές στο Australian Criminology Research Council/ National Campaign Against Violence and Crime/National Anti-Crime Strategy διατείνονται ότι «ο φόβος του εγκλήματος λειτουργεί ως έννοια σε έναν αριθμό διαφορετικών επιπέδων της συνείδησης και αναδύεται ως αντίδραση άλλοτε στα άμεσα ατομικά βιώματα και άλλοτε ως πρόσληψη των βιωμάτων άλλων ατόμων, διαμορφωμένης συχνά μέσα από διάφορα κανάλια πληροφόρησης (π.χ ΜΜΕ) και μάλιστα στο πλαίσιο ευρύτερης ανησυχίας σχετικά με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Σήμερα στην Εγκληματολογία, ως φόβος του εγκλήματος ορίζεται το συλλογικό άγχος των κατοίκων μιας περιοχής, μιας πόλης ή χώρας το οποίο προέρχεται από τον φόβο πιθανής θυματοποίησης των ίδιων ή κοντινών τους προσώπων από βίαιες εγκληματικές επιθέσεις. Εκδηλώνεται α) τόσο σε ατομικό επίπεδο με την μορφή του φόβου θυματοποίησης όσο και β) σε συλλογικό επίπεδο ως έλλειψη δημόσιας ασφάλειας. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι το συναίσθημα αυτό δεν απορρέει αποκλειστικά από τα προβλήματα που σχετίζονται με την εγκληματικότητα, αλλά αντανακλά τις γενικότερες ανασφάλειες των πολιτών, οι οποίες συνδέονται τόσο με την ποιότητα ζωής και τους πραγματικούς κινδύνους όσο και με την αμφισβήτηση της ικανότητας των αρμόδιων υπηρεσιών για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας.
Είναι λάθος πάντως, να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για τις τάσεις της εγκληματικότητας μέσα από τον φόβο του εγκλήματος. Εξάλλου, από έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι η πραγματική θυματοποίηση δεν επισημαίνεται ως σημαντικός παράγοντας δημιουργίας φόβου, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι στην βάση της δημιουργίας αυτού του συναισθήματος βρίσκονται και άλλες γενικότερης μορφής ανασφάλειες. Πάντως οι επιστημονικές απόψεις διίστανται στο σημείο αυτό. Για παράδειγμα ο Sparks λέει ότι ο φόβος δεν είναι μια στατική μετρήσιμη ποσότητα, αλλά ένας δυναμικός τρόπος πρόσληψης στενά συνδεδεμένος με την υποκειμενικότητα και την βιογραφία ενός ανθρώπου. Οι απαντήσεις των ατόμων στην έρευνά του προέκυπταν όχι τόσο μέσω λογικών υπολογιστικών πιθανοτήτων, αλλά μέσω των διαισθήσεών τους που βασίζονταν στις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Οι δίαυλοι επικοινωνίας και τα κανάλια συζήτησης (κουτσομπολιό στην αγορά, εικασίες των τοπικών εφημερίδων για τα ναρκωτικά στα πάρκα, έντονες συζητήσεις παιδιών) είναι αυτά που παράγουν κατά κόρον τις ερμηνευτικές διαστάσεις του εγκλήματος, αυτά σχηματίζουν μια δημόσια σφαίρα γεμάτη από προσωπικούς φόβους και ανησυχίες(unease).
Η πολιτική εκμετάλλευση του φόβου του εγκλήματος
Στα πλαίσια της Αντεγκληματικής Πολιτικής των δυτικών κρατών έχουν οικοδομηθεί πολύ αυστηρές προληπτικές πολιτικές στην βάση της εικαζόμενης ανάγκης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανασφάλειας και του φόβου του εγκλήματος, έννοιες οι οποίες καταχρηστικά συγχέονται στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο. Ο Μurray Lee υποστηρίζει, ότι οι έρευνες προωθούνται στον τομέα του φόβου του εγκλήματος από το πρόσφατο ενδιαφέρον των κυβερνήσεων και των επενδυτών (funding bodies) στην προβληματική αυτή και δίχως άλλο ο ρόλος των ομάδων πίεσης και της βιομηχανίας της ασφάλειας τις ενισχύουν, καθώς έχουν ίδιον όφελος. Επίσης, κάνει λόγο για φοβισμένα υποκείμενα (fearing subjects). Συνεχίζει, λέγοντας ότι μέσα από τις εγκληματολογικές στατιστικές επωφελούνται διάφοροι μηχανισμοί που θέλουν το κοινό να παραμένει φοβισμένο. Πληροφορώντας τους πολίτες ότι γίνονται προσπάθειες να αντιμετωπιστεί ο φόβος του εγκλήματος, στην ουσία τους επιβεβαιώνουν ότι πράγματι είναι φοβισμένοι και ότι πρέπει να ευαισθητοποιηθούν στο φόβο του εγκλήματος. Το λόμπι «Νόμος και Τάξη» αλλά και οι δημαγωγοί πολιτικοί χρησιμοποιούν αυτόν τον υποτιθέμενο φοβισμένο λαό προκειμένου να δικαιολογήσουν μια πιο σκληρή προσέγγιση του εγκλήματος. Έτσι, προωθούνται σκληρές στρατηγικές αντεγκληματικής πολιτικής και παρακολουθούμε ομάδες πίεσης (κυρίως τα ΜΜΕ, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες κυρίως οι νέοι, όπως προκύπτει από τις έρευνες σχετικά με την υψηλή τιμωρητικότητα που εμφανίζουν) να ασκούν πίεση στους πολιτικούς ώστε να λάβουν περισσότερη τιμωρητική δράση. Ως εκ τούτου, η ντεγκληματική πολιτική, αλλάζει πλήρως φυσιογνωμία, καθώς πλαισιώνεται πια από μια ποινικο-κοινωνική λογική εγκαταλείποντας την κοινωνική λογική, και φαίνεται να βασίζεται πλέον στις ανησυχίες των πολιτών για τις «αντικοινωνικότητες» και τα φαινόμενα αταξίας.
Το σίγουρο είναι ότι ο φόβος του εγκλήματος είναι ένα θέμα εύκολα πολιτικοποιήσιμο», το οποίο τίθεται μέσα από μια ορολογία “ηθικής” (λάθος, τιμωρία/ποινή, κοινωνική πρόληψη) και το οποίο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους συνδέσμους μεταξύ κράτους-πολίτη. Ο χρόνος και ο τρόπος ενασχόλησης με αυτόν αποτελεί καθαρά προϊόν πολιτικών επιλογών. Για τον Linder το θέμα της ασφάλειας είναι εκμεταλλεύσιμο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να κινητοποιήσει συναισθήματα και τελικώς για να αποσπάσει ψήφους. Το πόσο δημοφιλής είναι κάποιος πολιτικός εξαρτάται πλέον από το πόσο «σκληρές» δηλώσεις θα κάνει για το έγκλημα και την ανασφάλεια. Έτσι, θα επιχειρήσει να κυβερνήσει, μέσα από το έγκλημα. Αν αυτές οι τάσεις συνεχιστούν τότε φοβόμαστε ότι ο έλεγχος του εγκλήματος θα γίνει αγώνας χωρίς κοινωνικό πρόσωπο, όπου οι μειονεκτούντες και πιο φτωχοί στην κοινωνία θα είναι τα θύματα.
*Η Ερασμία Μπίτσικα είναι Ανθυπασπιστής του Λ.Σ., ΜΔΕ Εγκληματολογίας