Αλήθεια, πόσες φορές σας έχει τύχει στη ζωή σας να διαφωνήσετε με κάποιο άλλο άτομο ή να δυσαρεστηθείτε από μια υπάρχουσα κατάσταση;
Και όταν συμβαίνει αυτό, αποτελεί άραγε αρνητικό φαινόμενο;
Λίγο πολύ, σε όλους μας έχει συμβεί να διαφωνήσουμε, να αμφιβάλλουμε και να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα ή τις δράσεις ανθρώπων που βρίσκονται τόσο στο ευρύτερο, όσο και στο στενό οικογενειακό, φιλικό ή εργασιακό μας περιβάλλον.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Διότι, ο κάθε άνθρωπος, ο καθένας από εμάς διαθέτει τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του αντιλήψεις, αξίες και αρχές που τον διαμορφώνουν, τον εξελίσσουν και τον αναπτύσσουν ως ανθρώπινο οργανισμό, ως κοινωνική οντότητα.
Από τις πρώτες προσεγγίσεις που έγιναν για το θέμα της αμφισβήτησης ήταν αυτή του Γάλλου φιλόσοφου Ρενέ Ντεκάρτ. Ο ίδιος, μιλώντας αρχικά για τον εαυτό του υποστήριξε ότι: “πράγματι, μπορώ να αμφιβάλλω για όλα. Για να αμφιβάλλω όμως, σχετικά με κάτι, θα πρέπει να έχω βάλει στο μυαλό μου ότι αυτό που μου προβάλλεται έτσι, ενδέχεται να είναι κι αλλιώς. Η δυνατότητά μου λοιπόν, να αμφιβάλλω υποδηλώνει το γεγονός ότι σκέφτομαι, το οποίο, με τη σειρά του συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το γεγονός ότι υπάρχω. Γιατί πως θα μπορούσα να αμφισβητώ, αν δεν υπήρχα; Σκέφτομαι, άρα υπάρχω (cogito_ergo_sum*)”.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η αμφιβολία, κάθε άλλο παρά αρνητικό φαινόμενο αποτελεί. Προσοχή όμως… δεν μιλάω για ακραίες καταστάσεις και αντιδράσεις (σωματική ή λεκτική βία) που μπορούν να υποβαθμίσουν τις ανθρώπινες ,ηθικές αξίες και γενικότερα να διαταράξουν την κοινωνική συνοχή. Μιλάω για το φαινόμενο «αμφιβολία», που στοχεύει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και διανόησης του ατόμου, αλλά και στη γενικότερη εξέλιξή του.
Ωστόσο, πολλοί από εμάς εξαιτίας της δύναμης της «μάζας», φοβόμαστε να διαφωνήσουμε ή να εκφέρουμε διαφορετική άποψη σε κάποιο θέμα. Έτσι συμβιβαζόμαστε με την υπάρχουσα κατάσταση και κυριαρχεί η άποψη ότι «δεν είμαι εγώ αυτός που θα αλλάξει τον κόσμο και θα αγωνιστεί για κάτι καλύτερο».
Με αυτή τη λογική, λειτουργούμε σαν παθητικοί δέκτες, σαν υποκείμενα που δεν σκεφτόμαστε, υιοθετώντας χωρίς καμία διάθεση αντίστασης εκείνο που προβάλλεται σαν πραγματικό.
Άραγε, σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπου θεωρητικά η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται για το λαό, ποιος έχει τη δύναμη;
Θεωρώ, ότι οι πραγματικοί επαναστάτες είναι -και θα πρέπει να είναι- οι νέοι άνθρωποι. Ο νέος που έχει συναίσθημα ευθύνης του απέναντι στη κοινωνία, είναι απαραίτητο να μη συμβιβάζεται με τα μελανά σημεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά να δραστηριοποιείται με οποιοδήποτε προσωπικό τίμημα, προκειμένου να περιφρουρηθούν τα ανθρωπιστικά ιδεώδη.
Τέλος, θα πρέπει όλοι να προβληματιστούμε, να επανιεραρχήσουμε τις προτεραιότητές μας και επιτέλους να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα…ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα που στόχο θα έχει να εφοδιάσει τους νέους με τις απαραίτητες γνώσεις, να αναπτύξει την κριτική ικανότητα και τις δεξιότητές τους. Να τους διαπαιδαγωγεί, να τους εμπνέει αρχές, ιδανικά, οράματα και την πίστη σε αυτά ώστε να εντάσσονται ομαλά στη κοινωνία και να αγαπούν τη ζωή. Τότε και μόνο τότε, θα είναι πραγματικά έτοιμοι ώστε να μη δέχονται αβίαστα οτιδήποτε τους «πασάρουν» ως σωστό, αλλά να διαθέτουν την ικανότητα να κρίνουν, να επιλέγουν και να μεταλαμπαδεύουν με τη σειρά τους, τις γνώσεις τους στις επόμενες γενιές.
*λατινική φράση που καθιερώθηκε από τον Γάλλο φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρτ και σημαίνει «σκέφτομαι, άρα υπάρχω»
Στέλλα Μανουρά, οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες