Μεγάλη συζήτηση γίνεται εδώ και πολύ καιρό, σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού, εάν και κατά πόσον τα μελλοντικά βιβλία λογοτεχνικής μυθοπλασίας, τα κλασσικά κείμενα, τα ενημερωτικά άρθρα και οι τελευταίες ειδήσεις, θα διαβάζονται σε οθόνες ή όπως έχουμε συνηθίσει, αιώνες τώρα, σε χαρτί. Πολλοί συγγραφείς σε δημόσιες ομιλίες, κυρίως όταν βραβεύονται για κάποιο βιβλίο τους, κάνουν λόγο για την απαραίτητη επιβίωση των έντυπων παραδοσιακών βιβλίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Τζούλιαν Μπάρνς, ο Τζόναθαν Φράνζεν και τόσοι άλλοι. Κάποιοι, παλιοί και νέοι, αντιδρούν ακόμα και με εμφανείς αποδοκιμασίες όταν βλέπουν κάποιον να διαβάζει ποίηση σε ένα Kindle, θεωρώντας την ενέργεια τουλάχιστον ιεροσυλία.
Έχουν δίκιο άραγε; Σε πρακτικό επίπεδο, είναι βεβαίως πολύ εύκολο να υπερασπιστούμε το e-book. Μπορούμε να αγοράσουμε το κείμενο της επιθυμίας μας αμέσως, οπουδήποτε κι αν βρισκόμαστε στον κόσμο, πληρώνοντας αμέσως ηλεκτρονικά και φυσικά λιγότερο συγκριτικά με το έντυπο. Δεν χρησιμοποιούμε χαρτί με ότι συνεπάγεται αυτό σε κοπή δέντρων και στο περιβάλλον και βεβαίως τα e-books δεν καταλαμβάνουν χώρο, ούτε στο σπίτι μας, ούτε στο ταξίδι μας. Στις σύγχρονες συσκευές μπορούμε εύκολα να αλλάξουμε το μέγεθος των γραμμάτων και τη μορφή της γραμματοσειράς, ανάλογα με το προσπίπτον φως και την όρασή μας. Οι σελίδες γυρίζουν εύκολα με την παραμικρή και ελαφρά πίεση του δακτύλου πάνω στην οθόνη, ενώ το βάρος τους είναι σίγουρα ελαφρύτερο ενός ογκώδους βιβλίου. Πέρα όμως από τα πρακτικά θέματα που αφορούν την ίδια την εμπειρία της ανάγνωσης, θα έπρεπε να αναφερθούμε, κυρίως, στην άμεση εμπλοκή του αναγνώστη με το κείμενο.
Τι είναι αυτό όμως, που εκείνοι οι λογοτέχνες, άντρες και γυναίκες, φοβούνται ότι θα χάσουν εάν η έντυπη μορφή των βιβλίων αρχίσει να βρίσκεται σε τροχιά παρακμής και, γιατί όχι, στη δύση της; Σίγουρα δεν είναι η χαρά της αφής των δακτύλων και των ματιών πάνω από την ποιότητα του χαρτιού. Ας ελπίσουμε επιτέλους ότι δεν είναι η ποιότητα του χαρτιού που καθορίζει την εκτίμησή μας για τους κλασικούς μας συγγραφείς. Θα μπορούσε ίσως να είναι το γεγονός ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο ανατρέπει την ικανότητά μας για να βρίσκουμε συγκεκριμένες παραγράφους και γραμμές με την ανάμνηση της θέσεώς τους μέσα στη σελίδα; Ή ακόμα την αγάπη μας για αναγραφή σχολίων στο περιθώριο; Είναι αλήθεια ότι κατά την πρώτη επαφή με το e-book γινόμαστε ενήμεροι σύντομα ότι πολλές συνήθειες πλέον πρέπει να ξεχαστούν, δεξιότητες και αυτόματες κινήσεις που αναπτύχτηκαν κατά τη διάρκεια πολλών ετών, οι οποίες όμως τώρα, μάλλον δεν έχουν σημασία. Δεν μπορούμε πια τόσο εύκολα να μετακινούμαστε μέσα από τις σελίδες για να δούμε πού τελειώνει το παρόν κεφάλαιο που διαβάζουμε, ή εάν το θύμα του αστυνομικού μυθιστορήματος πρόκειται να πεθάνει τώρα ή αργότερα. Σε γενικές γραμμές, το e-book αποθαρρύνει την περιήγηση και το ‘ξεφύλλισμα’ και αν ακόμα η γραμμή στο κάτω μέρος της οθόνης δείχνει το ποσοστό του βιβλίου που έχουμε ολοκληρώσει, δεν έχουμε την καθησυχαστική έννοια του φυσικού βάρους του τόμου, ειδικά εάν αυτός είναι βαρύς.
Αλλά είναι τόσο σημαντικές τελικά αυτές τις παλιές συνήθειες, έτσι ώστε να μας αποσπάσουν πραγματικά την προσοχή από το ίδιο το γραπτό λόγο; Σίγουρα, αν το δούμε από ιστορικής σκοπιάς, υπήρχαν και εκείνοι που θρήνησαν την απώλεια της καλλιγραφίας, όταν η τυπογραφία έκανε τον τύπο της γραφής απρόσωπο πλέον. Υπήρχαν και τότε κάποιοι που πίστευαν ότι οι πραγματικοί αναγνώστες θα προτιμούσαν πάντα στιβαρά σοβαρά βιβλία που θα πρέπει να αντιγράφονται με το χέρι.
Ποια είναι όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας ως μέσου και μορφής τέχνης; Σε αντίθεση με τη ζωγραφική δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φυσική εικόνα για να ατενίσουμε και συλλογιστούμε και σε αντίθεση και με τη γλυπτική, δεν υπάρχει κάποιο τεχνούργημα να ψηλαφήσουμε. Δεν χρειάζεται πια, να ταξιδέψουμε για να δούμε και απολαύσουμε τη λογοτεχνία, δεν απαιτείται να παραταχθούμε ή να σταθούμε στριμωγμένοι μέσα στο πλήθος ή να ανησυχούμε εάν θα βρούμε μια καλή θέση σε μια αίθουσα, κάτι που απαιτείται σε κάποιες μορφές τέχνης. Σε αντίθεση με τη μουσική, δεν χρειάζεται να τηρούμε το χρονοδιάγραμμα, αποδεχόμενοι την εμπειρία μιας καθορισμένης διάρκειας.
Η λογοτεχνία αποτελείται από λέξεις, προφορικές ή γραμμένες κάπου. Στον προφορικό λόγο, η ποσότητα των λέξεων, η ταχύτητα και η προφορά μπορεί να ποικίλουν, ενώ στον γραπτό, οι λέξεις μπορεί να εμφανίζονται, με οποιοδήποτε τύπο γραφής (Times New Roman, Cambria, κλπ) και οπουδήποτε κατά τη διαδικασία της σελιδοποίησης, ενώ μπορούμε να διαβάσουμε αυτά τα λόγια σε οποιαδήποτε ταχύτητα, διακόπτοντας την ανάγνωση μας όσο συχνά επιλέγουμε. Κάποιος που διαβάζει την Ιλιάδα σε δύο εβδομάδες, δεν έχει διαβάσει τελικά, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, από ότι κάποιος που τη διάβασε σε πέντε μήνες ή έξι χρόνια. Η εξαίσια λογοτεχνική εμπειρία δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε στιγμή της αντίληψής μας ή στην οποιαδήποτε φυσική επαφή με ένα υλικό αντικείμενο, όπως ένα όμορφα βιβλιοδετημένο έργο ορατό μέσα στο φυσικό προσωπικό ή επαγγελματικό μας χώρο, αλλά και στην κίνηση του νου μέσα από μια σειρά λέξεων από την αρχή μέχρι το τέλος του κειμένου. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, η λογοτεχνία είναι καθαρά πνευματικό και ψυχικό υλικό, που οριοθετείται όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει κάποιος στην ίδια τη σκέψη. Αλλά και μνημοτεχνικά, ένα όμορφο ποίημα που μας εντυπωσίασε, είναι σίγουρα ένα ίδιο τμήμα λογοτεχνίας στο μυαλό μας, όπως είναι και στην τυπωμένη σελίδα. Αν απαγγείλουμε ή συλλαβίσουμε τις λέξεις με τη σειρά, έστω και σιωπηλά χωρίς να ανοίξουμε το στόμα μας, τότε είχαμε σίγουρα μια λογοτεχνική εμπειρία, ίσως ακόμη πιο έντονη από ότι αναγιγνώσκοντας τη σελίδα.
Είναι αλήθεια ότι τα διάφορα βιβλία μας και η οργάνωση αυτών στην οποία προβαίνουμε κατά καιρούς σύμφωνα με τη χρονολογία και το έθνος καταγωγής, μας επιτρέπει να έχουμε μια ψευδαίσθηση ελέγχου του όγκου, ωσάν να είχαμε ως τώρα κεκτημένα και τοποθετημένα όλα σε συγκεκριμένο σημείο. Ίσως τελικά με αυτό να συνδέονται οι αναγνώστες. Αλλά στην πραγματικότητα, όλοι γνωρίζουμε, ότι τη στιγμή που το βιβλίο κλείνει και η ακολουθία των λέξεων τελειώνει, αυτό που στην πραγματικότητα παραμένει στην κατοχή μας είναι πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτό, ένας πλούτος ή μερικές φορές ένας ψυχικός ερεθισμός που δεν έχει να κάνει τίποτα με τα βαριά βιβλία πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης μας. Το e-book, εξαλείφοντας όλες τις παραλλαγές στην εμφάνιση και το βάρος του υλικού αντικειμένου που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας και αποθαρρύνοντας όλες τις άλλες παραμέτρους, φαίνεται ότι μας φέρει πιο κοντά, από ότι το έντυπο βιβλίο, τουτέστιν στην ουσία και στο πυρήνα της λογοτεχνικής εμπειρίας. Σίγουρα προσφέρει πιο λιτή άμεση εμπλοκή με τις λέξεις που εμφανίζονται μπροστά μας και εξαφανίζονται πίσω μας απ’ ότι οι παραδοσιακές εκδόσεις, οι οποίες όμως, είναι αλήθεια, μας δίνουν ενός είδους φετιχιστικής ικανοποίησης καθώς καλύπτουν τους τοίχους μας με διάσημα και πολύ γνωστά μας ονόματα αγαπημένων συγγραφέων. Είναι το ίδιο αποτέλεσμα, σαν κάποιος να είχε απελευθερωθεί από όλα τα ξένα ερεθίσματα που αποσπούν την προσοχή του από το κείμενο, για να επικεντρωθεί συνολικά στην ευχαρίστηση των ίδιων των λέξεων. Υπό την έννοια αυτή, η μετάβαση από το έντυπο βιβλίο στο e-book, είναι παρεμφερής διαδικασία με το πέρασμα από τα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, στην ενήλικη έκδοση της σελίδας με μόνο το κείμενο. Πρέπει όμως κλείνοντας το κείμενο ετούτο να προσθέσουμε την ευκολία του e-book στη μεταφορά σε σύγκριση με το ογκώδες βιβλίο και τον διεθνή προσανατολισμό του. Θα μπορούσε άραγε την εποχή του Σιδηρού Παραπετάσματος, οι σοβιετικοί να έμεναν εκτός νυμφώνος εάν υπήρχαν e-books; Ακόμα το e-book είναι άφθαρτο, και άρα δεν θα μπορούσε, εάν υπήρχε κάποτε, να καεί πάνω στην πυρά από μεγάλες μερίδες γνωστών και άγνωστων προσώπων που διαμόρφωναν ορισμένες εποχές συνειδήσεις λαών και κοινωνιών. ‘‘Μπορώ μόνο να πω ότι το παρελθόν είναι όμορφο γιατί ποτέ δεν είχαμε ζήσει συναισθηματικά εκείνη την εποχή. Επεκτείνεται αργότερα και ως εκ τούτου δεν έχουμε ολοκληρωμένα συναισθήματα για το παρόν, παρά μόνο για το παρελθόν’’, έλεγε κάποια στιγμή η Βιρτζίνια Γουλφ!
Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης