Αν κάποιος με ρωτούσε τι θα χρειαζόμουν για να ξαναχτίσω την Ελλάδα από την αρχή, δε θα ζητούσα ούτε καράβι, ούτε ελιά, ούτε αμπέλι όπως λέει ο αγαπημένος Ελύτης.
Δεν ξαναθέλω τέτοια Ελλάδα, υπηρέτρια, υποταχτική, πλαδαρή, αγαθιάρα πούγινε βορά του κάθε λαμόγιου και ύαινας.
Η Ελλάδα που θέλω θάναι αθλήτρια του μαραθώνιου, θάναι μυώδης και χωρίς λίπια και προκοίλια, θα υπολογίζει τις δυνάμεις της, τα μάτια της θα πετάνε σπίθες, θα σκέφτεται δυο πριν κάνει μια, το ένα βήμα της θάναι δυο μέτρα, θάναι καλύτερη από μένα, τόσο καλή που να μη μου αξίζει.
Τέτοια Ελλάδα θέλω. Που να μη μου αξίζει!
Αν με ρωτούσε εκείνος τι θα χρειαζόμουν για να χτίσω από την αρχή αυτή την Ελλάδα που θέλω, θα του έλεγα ότι είναι εύκολη η απάντηση.
Θα του έλεγα πως για να χτίσω την Ελλάδα που δε θα μου αξίζει χρειάζομαι Ανθρώπους.
Όχι όμως τους μαλθακούς, τους χορτασμένους που γέρνουν τα βλέφαρά τους μετά το φαγητό και ρεύονται αυτάρεσκα.
Χρειάζομαι τους πεινασμένους. Τους κατατρεγμένους. Αυτούς θέλω.
Το φοιτητή, ή το νέο με το μεγάλο όνειρο πως θ'αλλάξει τον κόσμο, γιατί μόνο αυτός τον άλλαξε ποτέ. Τον νέο στη ψυχή.
Τον βιοπαλαιστή που ξέρει να πολεμάει και στο τέλος να τα φέρνει βόλτα, γιατί αυτός κάνει τη γη και συνεχίζει να γυρνάει χωρίς να σταματάει.
Το νοικοκύρη που τον κατέστρεψαν οι ύαινες και το στήθος του καίει από το δίκιο και το θυμό, γιατί αυτός θα κρατήσει πάντα αναμμένη τη φωτιά.
Τον άνεργο με την ανάγκη να νιώσει ξανά πώς είναι να είσαι χρήσιμος, γιατί αυτός είναι η λάσπη του χτίστη.
Το δημιουργό που του φορέσανε κλουβί και θέλει να εκραγεί από ιδέες και από πράξεις, γιατί χρειάζεται καινούργια σκέψη και πράξη η Ελλάδα.
Τέλος θα του ζητούσα να μου δώσει τον ριγμένο, εκείνον που οι ύαινες τον γονατίσανε, γιατί αυτός θα είναι η συνείδηση που δε θα ξαναφήσει να πλαδαρέψουμε ούτε να γονατίζουμε Ανθρώπους άλλο.
Αυτούς θέλω. Αυτοί χρείαζονται. Αυτοί φτάνουν. Με αυτούς χτίζεις Ελλάδα που να μη σου αξίζει.
Και μετά θα χαμογέλαγα πάλι αλλά όχι από μέσα μου.
Αυτούς μόνο.
Άγης Βερούτης