Ένας αφανής ήρωας. Του Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκη
Πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, ο Ανδρέας Πλευράκης, ένας από τους τελευταίoυς μαχητές στη Μάχη των Οχυρών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας αφανής ήρωας... Η ίδια του η ζωή ήταν συνδεδεμένη με την Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία αυτού του τόπου. Η ζωή του συνδέεται και με αυτό που ονομάζουμε στην ιστοριογραφία «Ιστορία από τα κάτω», που δεν φωτίζει τους πρωταγωνιστές, αλλά επικεντρώνεται στους αφανείς και αγνοημένους ήρωες, που μέσα από τη ζωή και τη δράση τους συνδιαμόρφωσαν ή αποτέλεσαν κινητήριο μοχλό της Ιστορίας. Αξίζει, νομίζω, να αναφερθούμε, για λίγο, σε αυτόν τον «αφανή ήρωα», που έχω την τύχη να είναι ο παππούς μου. Ας μου δικαιολογήσει ο αναγνώστης τον έντονο συναισθηματισμό μου. Ήταν αναπόφευκτος…
Επικήδειος για τον Ανδρέα Πλευράκη (Αρχοντικό, 15 Δεκεμβρίου 2016)
«Πριν από λίγα χρόνια βρισκόμουν σ’ αυτήν εδώ τη θέση, όταν εκφωνούσα τον επικήδειο της γιαγιάς μου της Σοφίας. Ευχόμουν να αργήσει πολύ η ώρα που θα έκανα το ίδιο για τον παππού μου, τον παππού μας, τον Ανδρέα. “Γιατί το θάνατο”, όπως αναφέρει και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, “κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει”. Μόνο να τον καθυστερήσει μπορεί…
Σήμερα, αγαπημένε μας παππού, βρισκόμαστε όλοι εδώ, τα παιδιά, τα εγγόνια σου, οι συγγενείς και οι φίλοι, για να σε αποχαιρετίσουμε. Τα λόγια είναι πολύ φτωχά, για να εκφράσουν αυτό που όλοι μας νιώθουμε για ένα δικό μας άνθρωπο…
Ο Ανδρέας Πλευράκης, ο παππούς μας, ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Ξεχωριστή μέσα από τη διακριτικότητα και τον αγώνα του. Αυτοδημιούργητος, εργατικός, ταπεινός, άνθρωπος χαμηλών τόνων, διακριτικός, τίμιος, αγωνιστής, πατριώτης και θεοσεβούμενος. Ήταν ένας από τους τελευταίους εν ζωή αγωνιστές της Ελευθερίας κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας αφανής ήρωας… Αυτός ήταν ο παππούς μας. Η ζωή του όλη ήταν μία περιπέτεια συνυφασμένη με τις περιπέτειες της Νεότερης Ιστορίας αυτού του τόπου. Μία περιπέτεια με αίσιο τέλος...
Έζησε τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ήταν πέντε χρονών, όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή. Συμμετείχε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως δεκανέας και πολέμησε εναντίον των Γερμανών στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Όπως ο ίδιος μου έλεγε, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ξεκίνησε από την Κρήτη με πλοίο, εν μέσω σφοδρής θαλασσοταραχής, και έφτασε στη Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλους στρατιώτες από την Κρήτη. Στη συνέχεια, μετακινήθηκε στην Κομοτηνή και πολέμησε στο οχυρό Νυμφαίας εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων. Θυμάμαι, όταν μου διηγούνταν πως οι Γερμανοί βομβάρδιζαν μέρα – νύχτα το οχυρό και δεν το κατέλαβαν. Τα ναζιστικά στρατεύματα, όμως, πέρασαν από τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, υπεγράφη η συνθηκολόγηση, και τότε στο οχυρό αναγκάστηκαν να παραδοθούν, αφού η αντίστασή τους δεν είχε νόημα. Ο παππούς μας αιχμαλωτίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στην Κομοτηνή. Λίγο έλειψε να τον εκτελέσει ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου. Κατάφερε, όμως, να δραπετεύσει και έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Έμεινε πολλά βράδια στα ερείπια βομβαρδισμένων κτιρίων και στη συνέχεια ακολούθησε το δύσκολο δρόμο της επιστροφής. Έφτασε, σχεδόν με τα πόδια, στην Αθήνα. Έμεινε για λίγο διάστημα, μέχρι να βρει το κατάλληλο μέσο για την Κρήτη. Έφυγε με μία μικρή βάρκα με άλλους δύο – τρεις Κρητικούς. Ο ιδιοκτήτης της βάρκας είχε μόνο ένα χέρι και πέρασε όλη την ακτογραμμή της Ανατολικής Πελοποννήσου, για να φτάσει στο Καστέλλι Κισάμου. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ο παππούς μας: “[…] πήγαμε μαζί του, αφού δεν είχαμε άλλο μέσο να πάμε στην Κρήτη […]”. Όταν έφτασαν στο νησί, ένα γερμανικό στούκας άρχισε να πυροβολεί εναντίον της βάρκας. Ο παππούς σώθηκε την τελευταία στιγμή, και στη συνέχεια, μέσα από τους ορεινούς όγκους των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη μετέβη στο Ν. Ηρακλείου. Ύστερα από ώρες πεζοπορίας, έφτασε, τον Αύγουστο του 1941, την ημέρα της Παναγίας, στο Αρχοντικό, τότε Αλιτζανή. Οι γονείς του θεωρούσαν πως είχε πεθάνει και τον είδαν ως εκ θαύματος, μπροστά τους.
Ο παππούς μας τραυματίστηκε στον πόλεμο, αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να επιβιώσει στην Κατοχή, και στη συνέχεια να κτίσει μόνος του το σπίτι του, να νυμφευτεί, να κάνει οικογένεια, να μεγαλώσει, να σπουδάσει, να εξασφαλίσει και παντρέψει τα παιδιά του. Μου έλεγε χαρακτηριστικά: “όλη και όλη η περιουσία μου ήταν 40 κουρμούλες και αγωνίστηκα με τη γιαγιά σου να φυτέψω τα χωράφια και να δημιουργήσω περιουσία, για να εξασφαλίσω την οικογένειά μου”. Και αυτό, γιατί ήταν αγωνιστής, όπως αγωνίστρια ήταν και η γιαγιά μας, η Σοφία, που στάθηκε βράχος πλάι του και στήριγμα στις δυσκολίες του.
Ο παππούς μας ευτύχησε να δει εγγόνια και δισέγγονα και έφυγε πλήρης ημερών (είχε κλείσει τα 99 και διένυε το 100ό έτος της ηλικίας του). Μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν αγωνιστής, ήταν παλληκάρι... Δεν μπόρεσε, όμως, να νικήσει το θάνατο, όπως δεν μπορεί κανείς θνητός να το κάνει. Πέθανε ευτυχισμένος κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Όσο, όμως, μεγάλος και αν είναι ο άνθρωπος, ακόμα και όταν έχει ολοκληρώσει το βιολογικό του κύκλο, δεν παύει να είναι ο δικός μας άνθρωπος, ο πατέρας και παππούς, που, μέσα από τον αγώνα της ζωής του, μας έδειξε το παράδειγμα της αγωνιστικότητας και τη δύναμη της πίστης.
Αφού πρώτα κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και έκανε το σταυρό του, μέχρι που είχαν δύναμη τα χέρια του, έφυγε ήρεμα, διακριτικά, όπως διακριτικός πάντα ήταν, και αγωνίστηκε μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί ήταν παλληκάρι και λεβέντης, μέχρι να έρθει η ώρα να πάει να συναντήσει τη γυναίκα του, τη γιαγιά μας, τη Σοφία. Υπάρχει, όμως, η άποψη πως οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν… Ζουν μέσα από τη θύμηση και τις αναμνήσεις μας. Γιατί, όταν θυμόμαστε κάποιον, τον κρατάμε ζωντανό στη μνήμη μας.
Καλέ μας παππού, θα σε θυμόμαστε για πάντα. Καλό ταξίδι. Καλό Παράδεισο…».
Εμμ. Γ. Χαλκιαδάκης
διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στην Π.Α.Ε.Α.Κ.