Γιατί τα Αρχαία Ελληνικά; του Γιώργου Βλαχάκη
Οποτεδήποτε κι αν ανακινήθηκε το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στην μέση εκπαίδευση, αυτό συνδέθηκε με το γλωσσικό ζήτημα και την συνακόλουθη διαμάχη. Οι υπερασπιστές των αρχαίων ήταν οι καθαρευουσιάνοι, ενώ οι πολέμιοι ήταν οι δημοτικιστές. Και οι δύο φατρίες είχαν ως κίνητρό τους την επίτευξη της γλωσσικής καθαρότητος. Το αίτημα για την καθαρότητα είχε διαφορετική όψη για τον καθένα: άλλοι θεωρούσαν ότι η νέα ελληνική είναι απ’ ευθείας απόγονος της αρχαίας ελληνικής (καθαρευουσιάνοι) και άλλοι πίστευαν ότι η νέα γλώσσα θα έπρεπε να εκκαθαρισθεί από τα λόγια στοιχεία και να αποκτήσει στοιχεία προφορικότητος, που θα την έκαναν πιο προσιτή στον λαό. Σε αυτήν την διένεξη, αν προσθέταμε και την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος, τότε μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος. Είναι στην ουσία μια διαπάλη μεταξύ της «συντήρησης» και της «προόδου», ιδωμένων από προσωπικό πρίσμα κάθε φορά.
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις είχαν ήδη γίνει κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου από τον φιλόλογο Ι. Συκουτρή. Επειδή όμως ο διάλογος για την παιδεία αναθερμάνθηκε ξανά περίπου με τους ίδιους όρους, θεωρήσαμε ωφέλιμο να διατυπώσουμε τις απόψεις μας για την αναγκαιότητα των αρχαίων ελληνικών ως βασικού μαθήματος σε όλες τις τάξεις της μέσης εκπαίδευσης. Είναι καθήκον όλη της ελληνικής κοινωνίας και των θεσμών της εν γένει να βοηθήσει να επικοινωνήσουν οι νέοι με τον αρχαίο κόσμο και να διδαχθούν από τα επιτεύγματά του.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι είμαστε Έλληνες, όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Πέρασαν ολόκληροι αιώνες, αλλά παραμείναμε Έλληνες, χωρίς να υποστούμε ριζικές αλλαγές. Η γλώσσα μας, το βασικότερο, παρέμεινε η ίδια (με την εξελιγμένη βέβαια μορφή της) και μπορεί να εκφράζει τα ίδια ιδανικά και τα ίδια στοιχεία πολιτισμού, τα οποία κληρονόμησε από μια προχριστιανική κοινωνία. Χωρίς την γνώση των αρχαίων ελληνικών δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ιστορία μας, άρα θα αγνοούμε τον ίδιο μας τον εαυτό και το πώς συγκροτήθηκε η ελληνική ψυχοσύσταση, η ελληνική κοσμοθεώρηση. Είμαστε Έλληνες γιατί νιώθουμε ότι αποτελούμε ένα μικρό κομμάτι του κλασικού πολιτισμού, που χάριν σε αυτόν σήμερα η πολιτισμένη Ευρώπη δύναται να κατέχει τα σκήπτρα της «πεφωτισμένης». Άλλωστε, με τον αφυπνιστικό κώδωνα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ξύπνησε η Ευρώπη του Μεσαίωνα και όρισε εκ νέου την τροχιά της προς τον μοντέρνο κόσμο.
Μιας και είπαμε για την Ευρώπη: Αφού είμαστε και μεις Ευρωπαίοι, επιβάλλεται να ερευνήσουμε, όσον δύναται ο καθένας, τον πνευματικό πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητος. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι αναμφίβολα η λυδία λίθος του Ευρωπαϊκού, αφού μεσολάβησε ο ρωμαϊκός. Επίσης, με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους έχουμε κοινή θρησκεία, τον Χριστιανισμό, ο οποίος ζυμώθηκε με την αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη και μετά εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η αρχαία ελληνική σκέψη είναι η ρίζα από την οποίαν εβλάστησε ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός. Αν κάποιος λοιπόν αγνοεί τα προηγούμενα, δεν έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί με επάρκεια τί σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος μέσα σε ένα μοντέρνο κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται.
Επιτακτική είναι λοιπόν η ανάγκη να μην επιτρέψουμε στους νέους μας να αγνοούν την αρχαία ελληνική γλώσσα, γιατί, εάν αυτό συμβεί ή επιταθεί, τότε θα κινούμαστε σε ένα μέλλον αβέβαιο χωρίς καμία προοπτική προόδου και ανάκαμψης. Οφείλουμε όλοι να καταλάβουμε ότι για πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα θεωρήθηκε ο άνθρωπος ως αυθύπαρκτη αξία, ως ένα ον ελεύθερο από κάθε είδους σκλαβιά. Κανένας άλλος πολιτισμός που υπήρχε παράλληλα με τον αρχαίο ελληνικό δεν είχε καταφέρει να εξάρει την έννοια «άνθρωπος» όσον οι Έλληνες. Η ελευθερία ήταν άγνωστο πράγμα στον εκτός της Ελλάδος κόσμο. Πρωτοπορώντας, υιοθέτησαν το πολίτευμα της Δημοκρατίας και μέσα από συμμετοχικούς θεσμούς μορφοποίησαν πολίτες υπεύθυνους και ελεύθερους, που βοηθούσαν ο ένας τον άλλο και νοιάζονταν για το συνολικό καλό. Αυτό δεικνύει την βαθιά και στερεή πίστη των Ελλήνων στις ικανότητες του ανθρώπου· πρόκειται για την θεώρηση που θεάται τον άνθρωπο ως ον δυνάμενο να εγγίσει το τέλειο. Έτσι, η πίστη αυτή, συνδυασμένη με την καλλιτεχνική φύση, παρωθούσε τον Έλληνα να πλάσει το εξιδανικευμένο, το λεπτό, το σχεδόν υπερφυές. Ακόμα και σε τεχνουργήματα της καθημερινότητος διακρίνουμε το τέλειο στις απλές μορφές των αγγείων ή των άλλων σκευών. Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και στον λόγο τους, είτε στην ποίηση είτε στην πεζογραφία, όπου εκεί η πλαστικότητα της γλώσσας και το πλούσιο νοητικό της φορτίο άγγιζαν το τέλειο.
Για όλα τα παραπάνω, θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, στην κοινωνία μας αυτόν τον κόσμο, για να τον μάθουν, να καλλιεργήσουν την σκέψη τους και να συγκρίνουν το τώρα που ζουν με το τότε. Η σύγκριση αυτή είναι το desideratum κάθε εκπαιδευτικού συστήματος· μόνον με την διαδικασία αυτή θα καταφέρουν οι νέοι πολίτες να διαμορφώσουν ενωρίς την αναλυτική τους σκέψη και να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην πολυπλοκότητα που συνεπάγεται η σύγχρονη ζωή. Με την μελέτη των αρχαίων ελληνικών θα καλλιεργήσουν επίσης το καλλιτεχνικό τους αισθητήριο και θα νιώσουν μια υπερχειλίζουσα αισιοδοξία που θα τους επιτρέψει να πάνε ένα βήμα παραπέρα: προς τον τέλειο άνθρωπο.
Τέλος, το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών είναι αμιγώς πολιτισμικό. Πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε αρχαία ελληνικά στο πρωτότυπο, γιατί ο πολιτισμός είναι η επαφή με το πρωτογενές υλικό κατά την διάρκεια της γενέσεώς του. Η ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση είναι ένα αίολο αίτημα: Σε κανένα δεν θα άρεσε να βλέπει μόνον γύψινα αντίγραφα γλυπτών από την αρχαία Ελλάδα και όχι τα πρωτότυπα.
Κοντολογίς, εμείς ως Έλληνες έχουμε μεγάλη ευθύνη έναντι των αρχαίων Ελληνικών. Πρέπει να τα προφυλάξουμε και να τα προάγουμε όσο μπορούμε περισσότερο. Να μην μένουμε απαθείς θεατές στην προσπάθεια καταρράκωσής τους στο όνομα ενός ψευδοπολιτισμού, έτσι όπως τον επιθυμεί η εκφυλισμένη και κούφια μετανεωτερικότητα. Με την διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην μέση εκπαίδευση κατορθώνουμε να διατηρούμε αλλά και να ενισχύουμε τις βάσεις του οικοδομήματος που λέγεται «δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός».
Γεώργιος Ι. Βλαχάκης
Δρ. Κανονικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Αντιδήμαρχος Παιδείας
Δήμου Ηρακλείου