Απόψεις

Παράνομες Αγορές και Οικονομική Κρίση. Του Δημήτρη Σαϊτάκη

παραεμπόριο

Το φαινόμενο των παράνομων αγορών, του παραεμπορίου, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 2007, η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει μια μεγάλης έντασης οικονομική κρίση, η οποία επεκτάθηκε ταχύτατα στις αναπτυγμένες χώρες και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, με αρνητικά αποτελέσματα και συνέπειες για την οικονομία όλων των χωρών. Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση, η ένταξη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ακολούθως στα μνημόνια έφεραν δυσβάστακτα μέτρα που οδήγησαν στην αύξηση της παραοικονομίας και του παραεμπορίου.

Με άλλα λόγια, τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις από το 2008 και έπειτα πιο πολύ κακό έκαναν παρά καλό στην ελληνική οικονομία. Το μέσο νοικοκυριό κατέγραψε σωρευτική μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος τουλάχιστον κατά 23%. Η μεγαλύτερη όμως επίπτωση της κρίσης στην ευημερία των πολιτών προέκυψε από τη μείωση της απασχόλησης και την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, καθώς το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε, ενώ το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε. Φυσικό επακόλουθο η μειωμένη εγχώρια ζήτηση και μείωση πωλήσεων και κερδών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, με αποτέλεσμα την ύφεση και την πτώση της απασχόλησης δηλαδή η νόμιμη αγορά εργασίας αδυνατεί πλέον να προσφέρει εργασία σε μεγάλο αριθμό του εργατικού δυναμικού της χώρας μας. Για του λόγου το αληθές, τα επίσημα ποσοστά ανεργίας μιλούν για 9,6% ανεργίας το 2009, και 23,6% το δ’ τρίμηνο του 2016. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην άνθηση της παραοικονομίας.
Ένας ευρύς ορισμός που έχει επικρατήσει είναι πως έχει ορισθεί ώστε να περιλαμβάνει όλη τη μη μετρούμενη οικονομική δραστηριότητα και τη δημιουργία, πώληση, το εμπόριο κλπ. προϊόντων και υπηρεσιών χωρίς αυτά να ελέγχονται από το κράτος, ενώ περιλαμβάνει και παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο όπλων, το εμπόριο ναρκωτικών, το εμπόριο λευκής σαρκός κλπ. Το παρεμπόριο, ως οικονομικό αλλά και κοινωνικό πρόβλημα, άρχισε για πρώτη φορά να απασχολεί τους φορείς της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας,, πιο συστηματικά, μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ο περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους άρχισαν να αποτελούν βασικούς σκοπούς της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Μόνον τότε άρχισαν να συνειδητοποιούν οι φορείς της οικονομικής πολιτικής ότι η σημαντική περιστολή του φαινομένου της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής με την οποία συνδέεται στενά, ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Ενώ και τα τελευταία χρόνια, που η προσπάθεια επίτευξης δημοσιονομικής ισορροπίας, γίνεται περισσότερο έντονη δίνεται και μεγαλύτερη έμφαση στην περιστολή της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής.

Από την φύση της η παραοικονομία λειτουργεί αποσυνθετικά για τα κοινωνικά πρότυπα και αποτελεί ένδειξη ελλείμματος σεβασμού της κοινωνικής τάξης και των κανόνων που διέπουν την οικονομική δραστηριότητα. Οι παράνομες αγορές λειτουργούν παρασιτικά ή συμβιώνουν με τις νόμιμες αγορές, αποτελούν την πηγή εισοδήματος του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο ακριβώς αναπτύσσεται λόγω της δυναμικής των παράνομων αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται. Μάλιστα καθώς η λογική της αγοράς είναι να εντοπίσει οικονομικές δραστηριότητες εκεί όπου είναι πιο παραγωγικές και κερδοφόρες, το παραεμπόριο συναντάται σε περισσότερες πτυχές της καθημερινής οικονομικής μας ζωής, απ’ ότι φανταζόμαστε, όπως λαθραία διακίνηση τεράστιων ποσοτήτων αντιγράφων επώνυμων προϊόντων, παραεμπόριο στην υγεία, στον τουρισμό, αδήλωτη - άτυπη εργασία αλλά και εγκληματικές δραστηριότητες και αγοραπωλησίες (εμπορία ναρκωτικών, η σωματεμπορία, το σύγχρονο «δουλεμπόριο», το εμπόριο όπλων, η αρχαιοκαπηλία). Ως εκ τούτου το ελληνικό οργανωμένο εμπόριο και η ελληνική παραγωγική αλυσίδα αντιμετωπίζουν μια συνεχή απειλή όπου τα μερίδια πλούτου και εργασίας συνεχώς ανακατανέμονται.

Οι παράνομοι εδώ και χρόνια δρουν σχεδόν ανενόχλητοι, χωρίς να πληρώνουν φόρους, κερδοσκοπώντας σε βάρος των καταναλωτών, του υγιούς εμπορίου, της τοπικής κοινωνίας, της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης. Όσο μεγαλύτερο είναι το παραεμπόριο, τόσο μεγαλύτερη είναι η απώλεια φορολογικών εσόδων. Η απώλεια αυτή οδηγεί σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών, γεγονός που υποκινεί σε περαιτέρω αύξηση της παραοικονομίας κ.ο.κ Ειδικότερα, στο λαθρεμπόριο προϊόντων ο υπολογιζόμενος τζίρος υπολογίζεται στα 7-10 δισ ευρώ και απώλεια 2 δισ. από τα κρατικά έσοδα . Το κέρδος του λαθρέμπορου μόνο από ένα κοντέϊνερ με τσιγάρα είναι περίπου 1,4 εκατ. ευρώ (διαφυγόν κέρδος για το κράτος). Σε αυτό το έγκλημα ευδοκιμούν τα καταστήματα για κλεπταποδόχους, η ανεπτυγμένη βιομηχανία πλαστογραφίας ταξιδιωτικών εγγράφων και διαβατηρίων, η επαιτεία στα φανάρια. Οι Έλληνες ασχολούνται με τα οικονομικά, την νομική βοήθεια, τα ακίνητα, την αγορά επιρροής σε συγκεκριμένους παράγοντες της κοινής γνώμης, για να εξουδετερώσουν το παρεμπόριο. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Ενιαίου Συνδικάτου Μικροπωλητών Ελλάδας «οι παρέμποροι βρίσκονται υπό την ομπρέλα κάποιων εισαγωγέων, οι οποίοι διακινούν απίστευτα ποσά. Για να χτυπηθεί το παραεμπόριο πρέπει να αντιμετωπιστούν οι εισαγωγείς λαθραίων προϊόντων. Αυτοί οι εισαγωγείς είναι γνωστοί, είναι μέλη εμπορικών συλλόγων».

Σημαντική «συμβολή» στο πρόβλημα φαίνεται να έχουν και συγκεκριμένα κυκλώματα διακίνησης και εκμετάλλευσης παράνομων μεταναστών από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, που προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη, εγκλωβίζονται στην Ελλάδα, τα οποία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το παραεμπόριο, καθιστώντας τα δύο φαινόμενα, παράνομης μετανάστευσης και παραεμπορίου, αλληλεπιδρώντα. Η παράτυπη μετανάστευση αποτελεί εξάλλου ένα είδος αυτόνομης αγοράς που εκτρέφει και εκτρέφεται από άλλες παράνομες ή νόμιμες αγορές, π.χ. διαμονή μεταναστών, εκμετάλλευση ακινήτων, διακίνηση ναρκωτικών, μεταφορά χρημάτων, ξέπλυμα χρήματος, λειτουργία καταστημάτων, πορνεία, επαιτεία (παθητική-επιθετική), παρεμπόριο-λαθρεμπόριο κλπ., παροχή υπηρεσιών & πάσης φύσεως προστασίας, νομική βοήθεια, ΜΚΟ κλπ. Σύμφωνα με μελέτες, ένα μεγάλο μέρος των ευαίσθητων περιοχών των πόλεων, χωρίζεται σε «τομείς επιρροής» και εκμετάλλευσης από διάφορες εγκληματικές ομάδες και δίκτυα. Υπάρχει μαζική εγκατάσταση περαστικών ή προσωρινά διαμενόντων με πολύ διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο και τρόπο ζωής από τους κατοίκους. Παράλληλα η αδυναμία, του Κράτους να προστατεύσει τους κατοίκους και τις περιουσίες τους, και να συμβάλει στην ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και όχι το αντίθετο δηλαδή στην προσαρμογή των Ελλήνων στον τρόπο ζωής των παράνομων μεταναστών, ενισχύει το πρόβλημα. Αυξάνονται έτσι ραγδαία «νόμιμες» και παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες, επεκτείνεται η παράνομη χρήση καταστημάτων, οικιών και διαμερισμάτων για μαζική στέγαση παράνομων μεταναστών, εδραιώνονται οι Επιχειρήσεις – βιτρίνα και αυξάνει το έγκλημα του δρόμου (Street crime), καταστρέφοντάς τες κοινωνικά, εμπορικά, πολιτιστικά με αποτέλεσμα την αλλαγή του αστικού ιστού.

Η υποβάθμιση (κοινωνική, αισθητική, οικονομική) που με την σειρά της φέρνει την γκετοποίηση και την αύξηση της εγκληματικότητας αποτελούν τα νέα δεδομένα. Αναλυτικότερα, μετά το 2007 τα ποσοστά των αλλοδαπών στην καταγραφείσα εγκληματικότητα αυξάνει κατά +50% στις ληστείες, +51.4% στις κλοπές και τις διαρρήξεις, +50-51% στους βιασμούς, +57-58.3% στη σεξουαλική εκμετάλλευση, +87% στις παραβιάσεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (πλανόδιοι πωλητές πειρατικών CDs και DVD),+85-86% στην επαιτεία και +95-96,4% στην παραχάραξη και πλαστογραφία. Το 2011 65% των εγκλημάτων γίνεται από αλλοδαπούς και +50% η αύξηση σε σχέση με το 2009. Τα συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι οι αρχές επιβολής του νόμου είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουν το μαζικό, διαρκώς ανανεωνόμενο ρεύμα ανθρώπων και τις συνέπειες του (επέκταση των εγκληματικών δικτύων, ανάπτυξη μορφών υπόγειας οικονομίας, αποσύνθεση της περιοχής) στην κοινωνική συνοχή και την οικονομία. Επιπλέον, αν θέλει λοιπόν κάποιος να προτείνει λύσεις για το δραστικό περιορισμό του φαινομένου των παράνομων αγορών, πρέπει οπωσδήποτε να το αντιμετωπίσει ως διπλό, δισυπόστατο κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο. Χρήζει, επομένως, πολυδιάστατης πολιτικής αντιμετώπισης προκειμένου να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση αποτελεί στρουθοκαμηλισμός.

Δημήτρης Α. Σαϊτάκης τ. Περιφερειακός Διοικητής Λιμενικών Αρχών Κρήτης και Κεντρικός Λιμενάρχης Ηρακλείου

ESPA BANNER