Απόψεις

Ποιος "έκλεψε" αυτά τα χρόνια; Του Γιώργου Ι. Παπαδάκη

pic2.jpg

"Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη".
Ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Επίκαιρο ή όχι; Θα δείξει...
Νιώθω ξένος. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Άοπλος μεταξύ ενόπλων και αδύναμος (καμιά φορά) μεταξύ δυνατών. Γιατί όλα αυτά όμως; Τι με κάνει να έχω αυτό το απαισιόδοξο μήνυμα φυτεμένο στο μυαλό μου; Είναι μήπως λόγω της εποχής που ζούμε σήμερα ή μήπως λόγω των ανθρώπων που χωρίς να το θέλουν(;) έχουν γίνει απλώς «άνθρωποι» και όχι «Άνθρωποι» με το Α κεφαλαίο; Γιατί αυτές οι δύο λέξεις, έχουν τεράστια διαφορά η μία με την άλλη.

«Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη…». Για ποιες γειτονιές όμως μιλάει το τραγούδι; Πάντως όχι για τις σημερινές, εκείνες από το σκληρό μπετό, σε κυριολεκτική αλλά και μεταφορική βάση. Το τραγούδι αυτό από την αρχή μέχρι και το τέλος, σε συνδυασμό πάντα με τη μουσική του Μίκη, με πάει πίσω, σε χρόνια που φυσικά δεν έζησα αλλά έχω ακούσει αρκετά γι’ αυτά.
Σαν να το βλέπω μπροστά μου. Έξω από το μικρό σπιτάκι της οδού τάδε, κάθεται μία γυναίκα, μεγάλης ηλικίας. Το σκηνικό της είναι μια ξύλινη καρέκλα (από αυτές που σήμερα αν καθίσεις σε πιάνει η μέση σου επειδή είναι άβολες). Έχει καθίσει μακριά από τον τοίχο γιατί μόλις τον έβαψε με ασβέστη. Δίπλα της ένα μικρό τραπεζάκι που μετά βίας χωράει να βάλεις τρία φλιτζάνια καφέ και παραδίπλα μια γλάστρα με βασιλικό.  Αρχίζει και πλέκει πίνοντας παράλληλα τον καφέ. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει, έχει καθίσει δίπλα της ένα μικρό παιδάκι από τη γειτονιά.  Δεν κάνει τίποτα. Απλώς κοιτάει τη γιαγιά που πλέκει. Εκείνη, δεν έχει ανάγκη την παρέα του γιατί όλη μέρα το σπίτι της είναι γεμάτο από τα εγγόνια της που, ζωή να’ χουν, ξεπερνούν τα 10. Βλέποντας όμως ότι το παιδάκι μένει εκεί, ακίνητο και υπερβολικά ήσυχο, του πιάνει την κουβέντα. Και η κουβέντα καταλήγει σε ιστορίες που έχει ζήσει η 80χρονη γιαγιά. Ο Παύλος, έτσι βαφτίζω το παιδάκι, την ακούει αποσβολωμένος. Ούτε την δασκάλα του δεν προσέχει τόσο. Οι ώρες περνούν και η γιαγιά ακόμα του μιλάει. Εκείνος δεν λέει να φύγει. Φαίνεται πως είχε ανάγκη από ιστορίες και συμβουλές ο μικρός Παύλος από τη σοφή γιαγιά της γειτονιάς. Δεν θα σας κουράσω. Και οι δυο επέστρεψαν σπίτι τους, ήρεμα και ωραία.

Το παραπάνω σκηνικό, όπως και πολλά άλλα από τις παλιές γειτονιές που είχαν ως πρωταγωνιστή την ηρεμία και την συντροφικότητα, είναι κάτι που δεν το ξέρω γιατί σήμερα, καλώς ή κακώς, τέτοιες σκηνές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Γι’ αυτό αισθάνομαι μόνος. Γι’ αυτό αισθάνομαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Σήμερα κανείς δεν έρχεται να σου μιλήσει αν δεν έχει κάτι να σου πει. Η γιαγιά όμως βρήκε πολλά να πει στον μικρό Παύλο. Σήμερα κανείς δεν βρίσκει τίποτα. Περπατάς στη γειτονιά σου, βλέπεις άτομα που τα γνωρίζεις και καμιά φορά δεν γυρίζουν καν να σου ψελλίσουν ούτε ένα «γεια», λες και τους έκανες κάτι. Δεν βγαίνουμε στη γειτονιά για κουβέντα πια. Μας έχει φάει το άγχος και η αγωνία για το αύριο, ξεχνώντας πως αν για λίγο ανταλλάξουμε δυο κουβέντες με τον καλό μας γείτονα, ίσως και να μάθουμε κάτι που πριν δεν ξέραμε, κάτι που μπορεί να λύσει απορίες.
Και μπορεί το παραπάνω με τη γιαγιά και τον μικρό Παύλο να είναι προϊόν της φαντασίας μου, εν τούτοις, θεωρώ πως αν το καλοσκεφτείς κι εσύ που τώρα διαβάζεις αυτές τις σειρές, θα διαπιστώσεις πως υπάρχει μια μεγάλη δόση αλήθειας μέσα σε όλο αυτό. Ποιος έκλεψε αυτά τα χρόνια; Και ακόμα χειρότερα, ποιος είναι εκείνος που δεν αφήνει να τα πάρουμε πίσω; Είναι κάποιος άλλος ή μήπως είμαστε εμείς; Όποιος και να’ ναι, εγώ θέλω να τα ζήσω … 
 

ESPA BANNER