Το προσφυγικό - μεταναστευτικό ζήτημα και ο ρόλος της Τουρκίας. Του Εμμ. Γ. Χαλκιαδάκη
Το προσφυγικό - μεταναστευτικό ζήτημα είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής μας, της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης, των μεγάλων θαλασσίων συνόρων μας, της τουρκικής προκλητικότητας και της αδιαφορίας κάποιων Ευρωπαίων «εταίρων» μας.
Η Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια του πολέμου στη Συρία και εν μέσω της δεινής οικονομικής κρίσης που έπληξε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού έσπευσε να βοηθήσει -και πολύ καλά έκανε- τους χιλιάδες κατατρεγμένους και ρακένδυτους πρόσφυγες που πέρασαν από την ελληνική επικράτεια, μολονότι για τελικό προορισμό τους είχαν χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Άλλωστε, αυτός εδώ ο χώρος ιστορικά έζησε την προσφυγιά, υπό διαφορετικές, βέβαια, συνθήκες. Τα χρόνια πέρασαν, το ζήτημα, όμως, συνεχίζει να υπάρχει. Τους πρόσφυγες σταδιακά «αντικατέστησαν» χιλιάδες μετανάστες από τη Μέση και Ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Υποσαχάρια Αφρική.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ύστερα από τις στρατιωτικές αποτυχίες του στη Συρία, και τους δεκάδες Τούρκους νεκρούς στρατιώτες, αλλάζει την ατζέντα και εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εκβιάζοντας την Ευρώπη, για να εξυπηρετήσει τα δικά του πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Η Τουρκία σπρώχνει οργανωμένα και συστηματικά τους μετανάστες στα ελληνικά σύνορα, για την εξυπηρέτηση των δικών της στόχων. Από την άλλη, η Ευρώπη «σφυρίζει αδιάφορα» και υποστηρίζει την Ελλάδα με λεκτικές επιδοκιμασίες και συμβολικές κινήσεις, την ώρα που καταδικάζει λεκτικά την τουρκική πολιτική πάνω στο όλο ζήτημα και όχι πάντα.
Ας είμαστε ρεαλιστές… Η εξωτερική πολιτική των κρατών, ιδίως των ισχυρών, διαμορφώνεται κάτω από την ψυχρή λογική εκτίμηση των συμφερόντων, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια για συναισθηματισμούς. Η Ευρώπη υποκριτικά είναι «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», όπως αναφέρει η λαϊκή ρήση, καθώς μέσα από μεσοβέζικες δηλώσεις δεν δίνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Η δε «αλληλεγγύη» της είναι εξίσου υποκριτική. Γιατί για ποια αλληλεγγύη μιλάμε, όταν θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποθήκη ή καλύτερα φυλακή ανθρώπινων ψυχών της Ευρώπης και αρνείται να υπάρχει μία ίση κατανομή σε όσους δικαιούνται άσυλο.
Η Τουρκία παίζει το πολιτικό της παιχνίδι και θα το κάνει μέχρι να μπορεί, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα. Η Γερμανία από την άλλη, το ισχυρότερο οικονομικά κράτος της Ε.Ε., έχει ιστορικούς δεσμούς με την Τουρκία από την εποχή των μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και πιο μετά, όταν ήταν αυτοκράτοράς της ο Γουλιέλμος Β΄, με την επέκταση του θρυλικού Orient Express και την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης από γερμανικές εταιρείες. Σκοπός της Γερμανίας ήταν, τότε, να φτάσει μέχρι τον Περσικό Κόλπο, όπου θα κατασκευαζόταν ναυτική βάση που θα απειλούσε τα βρετανικά συμφέροντα στις τότε Ινδίες.
Η Γερμανία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα - οικονομικός εταίρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα. Παράλληλα, Γερμανοί στρατιωτικοί φρόντισαν για την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού (για τις σχέσεις Γερμανίας – Τουρκίας βλ. και Frank Weber, Eagles on the Crescent: Germany, Austria, and the diplomacy of the Turkish alliance, 1914-1918, Cornell University Press, 1970). Σήμερα, η Γερμανία αποτελεί τον πρώτο προορισμό των τουρκικών εξαγωγών και από την άλλη, δεκάδες χιλιάδες γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτοί οι ιστορικοί και οικονομικοί δεσμοί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για δυναμικές παρεμβάσεις εκ μέρους της Γερμανίας για το όλο ζήτημα και οδηγούν στην πολιτική των ίσων αποστάσεων με την Τουρκία. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, η γερμανική κυβέρνηση λειτουργεί απροκάλυπτα υπέρ της Άγκυρας. Άλλωστε, την πολιτική της Γερμανίας την είδαμε πρόσφατα, στη διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, όταν δεν κάλεσε την Ελλάδα να συμμετάσχει, ύστερα από παρέμβαση του Ερντογάν, μολονότι η χώρα μας είναι ο πιο κοντινός γεωγραφικά εταίρος της Λιβύης από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και ποια η στάση της Γερμανίας σήμερα; Εξίσου υποκριτική… Υποδέχεται τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, γιατί αποτελούν φτηνό εργατικό δυναμικό για τα εργοστάσιά της, για την οικονομία της. Και όταν καλυφθούν οι όποιες ανάγκες, κλείνει τις πύλες της Ευρώπης, για να τις ανοίξει πάλι κατά το δοκούν.
Τι χρειάζεται αυτή τη στιγμή; Άμεση διεθνοποίηση του ζητήματος. Μία παγκόσμια διάσκεψη, με ελληνική πρωτοβουλία, στην Αθήνα, που θα τοποθετήσει το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί να λύσει μόνη της αυτό το πρόβλημα. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δημοσιοποιήσει διεθνώς τη θέση της. Ο πολιτικός κόσμος πρέπει να αντιμετωπίσει ενωμένος και με ρεαλισμό το όλο ζήτημα. Από την άλλη, δεν είναι ρεαλιστικό να υποστηρίζουν κάποιοι ότι όλοι μπορούν να έρθουν και να μείνουν στη χώρα. Αυτοί που υποστηρίζουν αυτό ενδεχομένως να είναι επηρεασμένοι από τις όποιες ιδεολογικές τους καταβολές και αντιλήψεις. Σεβαστές... Ωστόσο, δεν είναι η υλοποιήσιμες και δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Όπως, άλλωστε, είπε και ο Γερμανός Καγκελάριος Όττο φον Μπίσμαρκ, «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».
Δεν εκχωρώ, λοιπόν, σε κανέναν το μονοπώλιο της ανθρώπινης ευαισθησίας… Όλοι πρέπει να νοιαζόμαστε για όλους. Η διαφορά είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις και να προτείνουμε, με ψυχραιμία, λύσεις εφικτές. Και για να είναι εφικτές, στην παρούσα περίπτωση, μπορούν να γίνουν μόνο μέσα από διεθνείς και διακρατικές συμφωνίες με αξιόπιστους εταίρους και μόνο μέσα από τη διεθνοποίηση του θέματος. Και για να μην συνεχιστεί η υποκρισία, οι συμφωνίες θα πρέπει να έχουν ως σκοπό πώς θα μπορέσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να επιστρέψουν, όσοι το επιθυμούν, μακροπρόθεσμα, στην πατρίδα τους.
Γιατί ποιος, πραγματικά, θέλει να αφήσει την πατρίδα του, τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για να καταφύγει σε μία ξένη χώρα; Μόνο, αν υπάρχει πόλεμος ή οικονομική εξαθλίωση ή πολιτική καταπίεση οδηγείται στην αναγκαστική μετακίνηση. Αυτά είναι τα πραγματικά αίτια του προβλήματος και αυτά πρέπει η διεθνής κοινότητα να αντιμετωπίσει. Δεν πρέπει, όμως, να περιμένουμε εμείς να μας λύσουν το πρόβλημα οι άλλοι, αλλά να κινηθούμε άμεσα, με όλα τα διαθέσιμα και νόμιμα μέσα, για να διεθνοποιήσουμε το όλο ζήτημα. Η Ελλάδα δεν πρέπει να παίξει το παιχνίδι του Ερντογάν που, επειδή έχει στριμωχτεί στο Ιντλίμπ, σπρώχνει στα ελληνικά σύνορα χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους και όχι μόνο. Όταν συνειδητοποιήσουν κάποιοι ότι το θέμα δεν είναι διμερές και ελληνοτουρκικό, αλλά ευρωπαϊκό και παγκόσμιο, μόνο τότε θα έχουμε φτάσει, παραφράζοντας τον Τσώρτσιλ, «όχι στην αρχή του τέλους», αλλά στο «τέλος της αρχής» ενός δρόμου για την αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου ζητήματος.
Εμμ. Χαλκιαδάκης
Δρ Ιστορίας Α.Π.Θ.
Διδάσκων (Ε.ΔΙ.Π.) στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
F. Senior Associate, St Antony's, European Studies Centre, Oxford