Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόεδρο τον Φιλοκτ. Αρναούτογλου και εισηγητή τον πάρεδρο Ι. Δημητρακόπουλο, έκρινε, ότι είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές επιταγές, η επιβολή ειδικού προστίμου ΦΠΑ μαζί με την παράλληλη επιβολή πρόσθετου φόρου λόγω ανακρίβειας φορολογικών στοιχείων και συγκεκριμένα λόγω πλαστογραφίας τιμολογίων.
Αναλυτικότερα, αγρότης υπέβαλε στη ΔΟΥ, μέσω Αγροτικού Συνεταιρισμού, αίτηση επιστροφής ΦΠΑ, ποσού 8.456 ευρώ, το οποίο και έλαβε.
Στη συνέχεια ακολούθησε έλεγχος και διαπιστώθηκε ότι ο αγρότης είχε νοθεύσει (πλαστογραφήσει) τέσσερα τιμολόγια που αφορούσαν σε αγορές προβάτων.
Συγκείμενα, ο αγρότης δήλωσε αγορές αξίας 40.000 ευρώ, οι οποίες ήταν μεγαλύτερης της πραγματικής, και έλαβε επιπλέον επιστροφή ΦΠΑ 2.400 ευρώ, την οποία όμως δεν δικαιούνταν.
Από τον αρμόδιο προϊστάμενο της ΔΟΥ καταλογίστηκε διαφορά κυρίου φόρου ίση με την επιστροφή που κρίθηκε ότι έλαβε αχρεωστήτως, ύψους 2.400 ευρώ, πλέον της προσαύξησης λόγω ανακρίβειας που ανήλθε στα 4.680 ευρώ, ενώ παράλληλα, του επιβλήθηκε και πρόστιμο ΦΠΑ, ύψους 7.200 ευρώ, ίσο με το τριπλάσιο της επιστροφής ΦΠΑ.
Ο αγρότης προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια της Κρήτης, τα οποία απέστειλαν προδικαστικά ερωτήματα στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέστειλε στο ΣτΕ το ερώτημα εάν η επιβολή του ειδικού προστίμου ΦΠΑ σωρευτικώς με τον πρόσθετο φόρο ανακρίβειας, είναι συμβατή με την αρχή ne bis in idem (σ.σ.: Δεν επιβάλλεται δεύτερη ποινή για το ίδιο αδίκημα), όπως αυτή καθιερώνεται στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου καθώς και με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Το ΣτΕ αποφάνθηκε, ότι η διάταξη του νόμου 2523/1997 για την επιβολή ειδικού προστίμου ΦΠΑ ισόποσου με το τριπλάσιο του παρανόμως επιστραφέντος φόρου, «ορώμενη τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνδυασμό» με άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου που αφορούν στην επιβολή «χρηματικής κύρωσης για αχρεώστητη επιστροφή ΦΠΑ, δεν αντίκειται στην κατά το Σύνταγμα και το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της αναλογικότητας».
Και αυτό γιατί «δεν θεσπίζει κύρωση εμφανώς απρόσφορη ή μη αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στον κολασμό του παραβάτη και στην αποτελεσματική αποτροπή της διάπραξης των παραβάσεων για τις οποίες προβλέπεται η κύρωση».
Τέλος, το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ κατέληξε στην κρίση, ότι «η σωρευτική επιβολή πρόσθετου φόρου και ειδικού προστίμου», λόγω μη νόμιμης επιστροφής ΦΠΑ, «δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ