Επιμένει ο Γ. Παπανδρέου στην ορθότητα της απόφασης για δημοψήφισμα το 2011
Της απόφασής του, τον Οκτώβριο του 2011, για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, υπεραμύνεται ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου, σε σημερινή εκτενή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ», που περιστρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, γύρω από αυτό το θέμα.
Όπως σημειώνει, με την εξαγγελία δημοψηφίσματος ήθελε να δώσει στους Έλληνες την ευκαιρία να αποφασίσουν οι ίδιοι, καθώς είχε προηγηθεί το δεύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε συμφωνηθεί τότε για τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ, προβλέποντας νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και παραίτηση των τραπεζών από τις αξιώσεις τους απέναντι στο κράτος.
Εκτός αυτών, υποστηρίζει, υπήρχαν πολλοί πολίτες που θεωρούσαν το πρόγραμμα τρομακτικό και πολλές ακραίες ομάδες που καταπολεμούσαν τις μεταρρυθμίσεις κατεβαίνοντας στους δρόμους και ισχυριζόμενες πως αντιπροσωπεύουν τον πληθυσμό, ενώ ο ίδιος θεωρούσε τις μεταρρυθμίσεις ως σωστές, και αν προέκυπτε ένα «ναι», προσθέτει, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η πολιτική επιβάλλεται από το εξωτερικό.
Κατά την άποψή του, έπρεπε να δοθεί στους πολίτες το δικαίωμα να εκφραστούν κατά αυτής της πορείας και ένα δημοψήφισμα θα ήταν σημαντικό και για την οικονομία, καθώς οι τότε συζητήσεις ως προς το αν η Ελλάδα θέλει τις μεταρρυθμίσεις ή θα εγκαταλείψει το ευρώ, προκαλούσε ανασφάλεια στις επιχειρήσεις και με ένα «ναι» θα αποσαφηνιζόταν η υπόθεση.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρεται αναλυτικά στους λόγους που τον οδήγησαν στην απόσυρση της εξαγγελίας δημοψηφίσματος μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα, τονίζοντας πως αρκετοί από τους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες είχαν εκφράσει δημόσια την έκπληξή τους μετά την εξαγγελία, κάτι που ενίσχυσε τους δικούς του αντιπάλους στην Ελλάδα, όπου η αντιπολίτευση δεν ήθελε τη διεξαγωγή του, καθώς θα της ήταν δύσκολο να καταστήσει πλέον μόνον υπεύθυνο για την κατάσταση τον ίδιο.
Υπήρχαν, όπως αναφέρει, δυνάμεις τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα που δεν ήταν υποστηρικτικές και αυτό του προκάλεσε ζημιά μέσα στο ίδιο το κόμμα του, και επειδή για ένα δημοψήφισμα ήταν απαραίτητη η απόφαση της Βουλής, βρέθηκαν ξαφνικά βουλευτές που ανακοίνωναν ότι δεν θα υποστήριζαν τη διεξαγωγή του και άρα προέκυπτε κίνδυνος απώλειας της κυβερνητικής πλειοψηφίας και ως εκ τούτου προκήρυξης εκλογών, με τα πάντα να πηγαίνουν χαμένα.
Στη συνέχεια αναφέρεται στη μετάβασή του στις Κάννες για να αποσπάσει την υποστήριξη των G-20, όπου ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ήταν αντίθετος και η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ μάλλον θετική, ενώ δεν τον υποστήριξαν στις δημόσιες δηλώσεις τους και αν τον είχαν υποστηρίξει δεν θα είχε προκύψει κανένα πρόβλημα, υπογραμμίζει.
Όπως επισημαίνει, είχε ενημερώσει τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, τον επικεφαλής του Eurogroup Γιούνκερ και μέλη της κυβέρνησης Σαρκοζί ότι εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος, ενώ, όπως σημειώνει, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2011 είχε μια προσωπική συζήτηση στο Βερολίνο και με την κ. Μέρκελ, που μπορεί να μην της τηλεφώνησε μία ημέρα πριν την εξαγγελία του, αλλά δεν είχε βέβαια και μια τέτοια υποχρέωση ως πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό, οι δηλώσεις Σαρκοζί στις Κάννες προκάλεσαν στην Ελλάδα την εντύπωση ότι το δημοψήφισμα θα αφορούσε την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, όμως δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, διότι το ερώτημα προς τους πολίτες θα ήταν εάν δέχονταν τους όρους για την ευρωπαϊκή βοήθεια. Όταν ο ίδιος επέστρεψε στην Αθήνα, συνεχίζει, η συζήτηση στα ΜΜΕ περιστρεφόταν μόνον γύρω από το ερώτημα, γιατί χρειάζεται το δημοψήφισμα εφόσον κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει το ευρώ, δηλαδή είχε ήδη γίνει η ζημία.
Σε σχέση με την τρόικα, ο Γιώργος Παπανδρέου, σημειώνοντας πως της έχει παραχωρηθεί εξ ολοκλήρου η εξουσία, τονίζει πως απαιτείται στην ΕΕ περισσότερος δημοκρατικός έλεγχος, ωστόσο αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα με τα προγράμματα. Και αυτό διότι, όπως διευκρινίζει, το 2011 έπρεπε η διαπραγμάτευση των τεχνικών λεπτομερειών του να γίνει με 17 κοινοβούλια, με 17 κυβερνήσεις, με τρεις θεσμούς και με τις τράπεζες, κάτι εξαιρετικά περίπλοκο, που εξέλισσε το παραμικρό ερώτημα σε πολιτική διαμάχη, δηλητηριάζοντας την ατμόσφαιρα μεταξύ των χωρών και δημιουργώντας εθνικιστικές, ακόμη και ρατσιστικές τάσεις.
Ο ίδιος ελπίζει πως δεν έχουν αποτύχει τα προγράμματα εξυγίανσης, ωστόσο παραδέχεται ότι πολλά έχουν γίνει στραβά και θεωρεί ότι για τις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, εκτός από τις περικοπές, χρειάζεται ένα πρόγραμμα τόνωσης, όπως συνέβη στις ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, όπως προσθέτει, θα μπορούσαν να εκδοθούν ευρωπαϊκά ομόλογα για να χρηματοδοτηθούν με αυτά «πράσινες επενδύσεις» και να προσφέρονταν προγράμματα για τους ανέργους κατά το πρότυπο του «Εράσμους», διότι, όπως καταλήγει στη συνέντευξή του, «είναι προτιμότερο να έλθει ένας άνεργος Έλληνας στην Αυστρία και να μάθει κάτι το καινούριο, από το να κάθεται άπραγος στην Ελλάδα».