Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναλαμβάνει από σήμερα το δύσκολο έργο της εποπτείας των συστημικά σημαντικών τραπεζών της Ευρώπης μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση των τεστ αντοχής.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, το καλοκαίρι του 2012 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναζωογονητικό για τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Η εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στην προεδρία της Γαλλίας διατάραξε την γαλλογερμανική σύμπνοια στο μέτωπο της «ευρωκρίσης». Ο Γάλλος πρόεδρος θεώρησε τα μισητά από τη γερμανική κυβέρνηση ευρωομόλογα συνταγή εξόδου από την κρίση, βρίσκοντας συμμάχους στη Ρώμη και τη Μαδρίτη. Η Ισπανία ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομία της Ευρωζώνης που απειλούνταν με χρεοκοπία. Η χαλαρή τραπεζική εποπτεία συγκάλυπτε για μεγάλο διάστημα τα προβλήματα των τραπεζών της χώρας.
Παρά τις «επιθέσεις» που δεχόταν το ευρώ στις αγορές, η Άγκελα Μέρκελ απέκλεισε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο υιοθέτησης ευρωομολόγων όσο η ίδια βρίσκεται εν ζωή. Στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου 2012 τα ευρωομόλογα, που θα συνέβαλαν σε «κοινοτικοποίηση» των χρεών στην Ευρωζώνη, δεν βρίσκονταν πλέον στην ατζέντα των συζητήσεων. Τότε «γεννήθηκε» η τραπεζική ένωση με την επιδίωξη να σπάσει τον φαύλο κύκλο μεταξύ τραπεζικών κρίσεων και κρίσεων κρατικού χρέους, μεταφέροντας την τραπεζική εποπτεία και εκκαθάριση, καθώς και τη διασφάλιση καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συμβιβάζονται τραπεζική εποπτεία και νομισματική πολιτική;
Αυτό ήταν για πολλούς Γερμανούς οικονομολόγους, ένα είδος ευρωομολόγων με διαφορετικό όνομα, δεδομένου ότι οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής προέβλεπαν ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας επιτρέπεται να στηρίξει τις τράπεζες εφόσον ξεκινήσει η ευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών με συμμετοχή της ΕΚΤ. Με άλλα λόγια οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι ενδέχεται να κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη προβληματικών τραπεζών.
Μερίδα Γερμανών οικονομολόγων αμφιβάλλει αν η ΕΚΤ είναι κατάλληλη για να επιτελέσει το ρόλο του επόπτη τραπεζών. «Πρώτον, η ΕΚΤ δεν έχει τέτοια εντολή. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες προβλέπουν ότι μπορεί να ασκήσει τραπεζική εποπτεία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όχι γενικευμένα. Δεύτερον, υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ νομισματικής πολιτικής και τραπεζικής εποπτείας», επισημαίνει ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Κολωνίας, Τόμας Χάρτμαν-Βέντελς.
Θα μπορεί, για παράδειγμα, η ΕΚΤ να συστήσει την εκκαθάριση μιας προβληματικής τράπεζας, γνωρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο διακυβεύει την χρηματοοικονομική σταθερότητα; Επίσης, θα προχωρήσει σε αύξηση του βασικού επιτοκίου για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου πληθωριστικού κινδύνου ενώ ξέρει καλά ότι οι τράπεζες που επιτηρεί θα δυσκολευτούν να σηκώσουν το βάρος αυτής της ρύθμισης;
Αμφιβολίες για τον εποπτικό ρόλο της ΕΚΤ
Τους προβληματισμούς αυτούς συμμερίζεται και η γερμανική κυβέρνηση. Ως εκ τούτου προτείνει τον αυστηρό διαχωρισμό νομισματικής πολιτικής και τραπεζικής εποπτείας. Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα χρήσης κεφαλαίων του ESM, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ξεκαθάρισε ότι αυτό αφορά μόνο μελλοντικές τραπεζικές κρίσεις, βάζοντας έτσι τέλος στις ισπανικές προσδοκίες για εξυγίανση των τραπεζών της χώρας με κοινά ευρωπαϊκά κεφάλαια.
Η διελκυστίνδα γύρω από το ζήτημα της κοινής τραπεζικής εποπτείας συνεχίστηκε για μεγάλο διάστημα, με την Γαλλία να πιέζει για ταχεία υλοποίηση και την Γερμανία να καθυστερεί την διαδικασία. Τελικά επιλέχθηκε η σημερινή ημερομηνία για την έναρξη της λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Επικεφαλής του είναι η Γαλλίδα Ντανιέλ Νουί, μετά την υπερίσχυση του γερμανικού αιτήματος να αναλάβει η ΕΚΤ την εποπτεία μόνο των 120 συστημικών τραπεζών της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι τα γερμανικά ταμιευτήρια και οι συνεταιριστικές τράπεζες θα παραμείνουν υπό εθνική εποπτεία.
Πάντως, η επικεφαλής της γερμανικής εποπτικής αρχής των τραπεζών BaFin, Έλκε Κένιχ, επισημαίνει ότι η υπηρεσία της θα πρέπει στο εξής να συνεργάζεται με τα αρμόδια στελέχη της ΕΚΤ στο έργο της εποπτείας. Ωστόσο, η κ.Κένιχ έχει τις αμφιβολίες της για το πόσο αυστηρά θα ασκεί τον εποπτικό της ρόλο η ΕΚΤ, αναφέροντας ως παράδειγμα το πρόγραμμα της «ευρωτράπεζας» για προνομιακή μεταχείριση των τραπεζών που χορηγούν δάνεια στην πραγματική οικονομία. Όπως επισημαίνει, «αν στηρίζει κανείς αυτό το πρόγραμμα, ενδέχεται κατά περίπτωση να έχει πρόβλημα αν πει σε μία τράπεζα ότι έχει πολλά κακής ποιότητας δάνεια στον ισολογισμό της».
Πηγή: left.gr