Υπάρχουν ενδείξεις ότι το χρέος των πλουσιότερων κρατών σταθεροποιείται, αλλά παραμένει «σε ιστορικά υψηλά επίπεδα» και αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να μειωθούν περαιτέρω οι δημόσιες δαπάνες, υποστήριξε σήμερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
«Στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα πρόσφατα πολιτικά μέτρα» περιοριστικού χαρακτήρα που επιβλήθηκαν «γενικά επέτρεψαν να σταθεροποιηθούν οι λόγοι του χρέους, αλλά οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες και το χρέος παραμένει σε ιστορικά (υψηλά) επίπεδα», υπογράμμισε ο διεθνής χρηματοοικονομικός θεσμός της Ουάσινγκτον στην τριμηνιαία έκθεσή του για δημοσιονομικά θέματα.
Κατά μέσο όρο το δημόσιο χρέος των πλουσίων κρατών αναμένεται, όπως και το 2013, να ανέλθει στο 107,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) τους, πριν υποχωρήσει ελαφρά, κατά 0,2% το 2015, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ταμείου. Συγκριτικά, το χρέος των αναπτυσσόμενων οικονομιών αναμένεται να ανέλθει στο 33,7% του ΑΕΠ τους φέτος.
Με ένα λόγο χρέους προς ΑΕΠ που προβλέπεται να ανέλθει στο 243,5% το 2014, η Ιαπωνία αναμένεται να παραμείνει στην κορυφή της κατάταξης των ανεπτυγμένων οικονομιών με το υψηλότερο χρέος, ακολουθούμενη από την Ελλάδα (174,7%) και την Ιταλία (134,5%).
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το άχθος του χρέους αναμένεται να γίνει ακόμη βαρύτερο σε περίπτωση που ενσκήψει αποπληθωρισμός (παρατεταμένη πτώση του δείκτη τιμών καταναλωτή), ο οποίος θα έχει «βλαπτικές συνέπειες», καθώς θα μεγεθύνει περαιτέρω το χρέος.
Βραχυπρόθεσμα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι οι πολιτικές λιτότητας αναμένεται να επιβραδύνουν το ρυθμό «της πλειονότητας των βιομηχανοποιημένων χωρών», βαραίνοντας στην οικονομική ανάκαμψη.
Πιο μακροπρόθεσμα το Ταμείο καλεί τις πλούσιες χώρες να καταρτίσουν «αξιόπιστα» σχέδια μείωσης των ελλειμμάτων τους και διατείνεται ότι η περιστολή των δημοσίων δαπανών ενδέχεται να καταστεί «αναπόφευκτη», με δεδομένα τα πολύ μικρά περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τα δημοσιονομικά τους.
Χωρίς να δίνει ακριβή στοιχεία, το Ταμείο αναφέρει ότι οι μισθοί των δημοσίων λειτουργών και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας αντιπροσωπεύουν το 30% του ΑΕΠ των πιο πλουσίων κρατών και το 80% των δαπανών τους.
Σύμφωνα με το Ταμείο υπάρχει μια πιθανότητα αύξησης της «αποτελεσματικότητας» του δημοσίου σε διάφορους τομείς, «περιλαμβανομένων αυτών της υγείας και της εκπαίδευσης».
Παράλληλα, το ΔΝΤ σημειώνει για άλλη μια φορά ότι τα πλουσιότερα κράτη πρέπει να «συνεργαστούν» περισσότερο με τον ιδιωτικό τομέα και να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις, ειδικά εάν αυτές έχουν καλές αποδόσεις. Σύμφωνα με το Ταμείο, θα χρειαζόταν μια αύξηση σχεδόν 2% του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίας απλώς και μόνο για να αντιμετωπιστεί η μείωση της αξίας των δημοσίων κεφαλαιακών πόρων.
Επαναλαμβάνοντας πάγιες θέσεις του το ΔΝΤ καλεί να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις για να προωθηθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, περιλαμβανομένης της αύξησης του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Το να τεθούν σαφή όρια στις κρατικές δαπάνες θα ήταν επίσης χρήσιμο, υποστήριξε.
Το Ταμείο επέμεινε στην ανάγκη να αυξηθεί η «αποτελεσματικότητα» των δημοσίων επενδύσεων, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος τους δεν οδήγησε στη δημιουργία «παραγωγικού κεφαλαίου». Εάν απαλλάσσονταν από τέτοια φαινόμενα, αυτό και μόνο θα ισοδυναμούσε με μια αύξηση 5% των δημοσίων δαπανών στις προηγμένες χώρες και κατά 14% στις φτωχότερες ως το 2030, υποστήριξε.
Το ΔΝΤ ανέφερε εξάλλου ότι θεωρεί πάντα «εφικτή» την εφαρμογή μιας πολιτικής υψηλότερης φορολόγησης των πλουσιότερων πολιτών και των επιχειρήσεων στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Το ταμείο είχε προτείνει στο παρελθόν να επιβληθεί έκτακτος φόρος ύψους 10% στις περιουσίες των νοικοκυριών στην ευρωζώνη, αλλά αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει λόγω της κατακραυγής που είχε προκαλέσει η πρότασή του αυτή.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέστησε την προσοχή και στις αναπτυσσόμενες χώρες σε ό,τι αφορά τα επίπεδα του χρέους και του ελλείμματός τους, προειδοποιώντας ότι τα επιτόκια θα ανέβουν όταν οι ανεπτυγμένες οικονομίες τερματίσουν τη χαλαρή νομισματική πολιτική που εφαρμόζουν σήμερα, μια εξέλιξη που θα έχει σημαντικές συνέπειες για τις φτωχότερες χώρες.