Σε εξέλιξη βρίσκεται επιχείρηση του τμήματος Οργανωμένου εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ για την εκτέλεση 15 ενταλμάτων που αφορούν τη χορήγηση δανείων, χωρίς εξασφαλίσεις, ύψους πλέον των 200 εκατομμυρίων ευρώ από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, έχουν εκδοθεί 15 εντάλματα σύλληψης για ιδιώτες -μεταξύ των οποίων γνωστός επιχειρηματίας, ο οποίος σχετίζεται με Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο- και τραπεζικά στελέχη.
Οι αστυνομικές αρχές έχουν μεταβεί σε σπίτια εμπλεκομένων στην υπόθεση και έχουν προχωρήσει σε τουλάχιστον δύο συλλήψεις.
Εκτός από τον γνωστό επιχειρηματία, με πλούσια δράση στα media αλλά και στο χώρο του ποδοσφαίρου εδώ και δεκαετίες, έχει ζητηθεί η σύλληψη και άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων είναι δύο πρώην διοικητές του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ένας εκ των οποίων βρίσκεται στο εξωτερικό από όπου επιστρέφει σήμερα. Μεταξύ των προσώπων που αναζητούνται περιλαμβάνονται και επιχειρηματίας με διαφημιστική εταιρία που σχετίζεται με το χώρο των φαρμάκων αλλά και με πολιτικές οικογένειες, η σύζυγός του, κύπριος επιχειρηματίας που στο παρελθόν δραστηριοποιήθηκε και στην Ελλάδα.
Οι πρώτες πληροφορίες θέλουν την εισαγγελέα Διαφθοράς, Ελένη Ράικου, να έχει προχωρήσει στην άσκηση ποινικών διώξεων, καθώς μετά από πολύμηνη έρευνα ολοκληρώθηκε η προκαταρκτική εξέταση που είχε αναλάβει να διερευνήσει η επίκουρη εισαγγελέας Διαφθοράς, Πόπη Παπανδρέου.
Η άσκηση ποινικών διώξεων σε βαθμό κακουργήματος αφορά στα αδικήματα: της απιστίας, της απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Βάσει πορισμάτων των αρμόδιων αρχών, τα δάνεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου θεωρούνται ακάλυπτα και χωρίς εξασφαλίσεις και φέρονται να δόθηκαν από το 2006 έως το 2011 ενώ η αξία τους αγγίζει τα 200 εκ. ευρώ.
Την έρευνα ανέλαβε στο στάδιο της ανακρίσης ο ανακριτής αρμόδιος για εγκλήματα διαφθοράς, Γ. Ανδρεάδης, ο οποίος και προχώρησε στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης. Η μεγάλη δικογραφία που έχει σχηματισθεί αφορά σε ζημία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, εκατοντάδων εκατομμυριων ευρώ από επισφαλή δάνεια που δίνονταν σε μεγαλόσχημους επιχειρηματίες, τα ίχνη των οποίων χάνονταν στη συνέχεια μέσα απο δαιδαλώδεις διαδρομές offshore εταιρειών. Αφορά σε ακάλυπτα και χωρίς εξασφαλίσεις δάνεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που δόθηκαν από το 2006 έως το 2011 ευρώ.
Τα πρώτα στοιχεία έφτασαν στη Δικαιοσύνη από δύο πορίσματα του προέδρου της Αρχής κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Πάντως, η εισαγγελέας Παπανδρέου φέρεται να προχώρησε αρκετά την έρευνα, με αποτέλεσμα πλέον να αριθμεί τις 10 διαφορετικές περιπτώσεις επισφαλούς δανειοδότησης, που χορηγήθηκαν από το ΤΤ σε εταιρίες διαφόρων επιχειρηματιών.
Στο πόρισμα – φωτιά της Αρχής για το Ξέπλυμα Βρόμικου Χρήματος, καταγράφονται σειρά υποθέσεων όπως η περίπτωση της χορήγησης δανείου ύψους 19.000.000 ευρώ σε ξενοδοχειακή εταιρία. Τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν ως κεφάλαιο κίνησης, όπως είχαν ζητηθεί, αλλά φέρονται να εισπράχθηκαν από νυν κατηγορούμενους για την πώληση στην εν λόγω εταιρία τριών κυπριακών εταιριών τους, που εμφανίζονται ζημιογόνες. Όπως αναφέρει για το σκάνδαλο της επισφαλούς δανειοδότησης «υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενοχής των υπευθύνων (διοικήσεων) της τράπεζας για το έγκλημα της απιστίας και των ωφεληθέντων από τις πράξεις αυτές επιχειρηματιών, για άμεση συνέργεια στις πράξεις απιστίας, καθώς και για νομιμοποίηση προϊόντων προερχόμενων από εγκληματικές πράξεις (ξέπλυμα)».
Σύμφωνα με πληροφορίες, για τη συγκεκριμένη υπόθεση φέρεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της χορήγησης των δανείων αντί να χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία για τον σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκε (ως κεφάλαιο κίνησης), αναλήφθηκε ουσιαστικά από τους μετόχους της αφού αυτοί το εισέπραξαν ως αντίτιμο πώλησης στην εταιρεία τους τριών δικών τους κυπριακών εταιρειών, οι οποίες μάλιστα ήταν ζημιογόνες, καθώς «είχαν αρνητική καθαρή θέση» (-99.000 ευρώ).
«Αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεων - αναφέρεται για συγκεκριμενο σκέλος του σκανδαλου - αλλά και των παραλείψεων των υπευθύνων της τράπεζας από τη μία και του επιχειρηματία και της συζύγου του από την άλλη ήταν να καταστεί ανεπίδεκτη εισπράξεως η απαίτηση της τράπεζας, με ζημιά της περιουσίας της η οποία υπολογίζεται στο 100% της απαίτησης, δηλαδή 17 εκατομμύρια ευρώ».