Το Έπος του 1940 - Το ιταλικό τελεσίγραφο και το υπερήφανο ΟΧΙ των Ελλήνων (Βίντεο)
Η 28η Οκτωβρίου έχει καταγραφεί στην εθνική συνείδηση και την εθνική μνήμη ως το νεότερο έπος του Ελληνισμού. Ήταν περίπου 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 όταν o Μουσολίνι απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Το τελεσίγραφο δόθηκε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά και μάλιστα στην οικία του στην Κηφισσιά , από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι. Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
Ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως.».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Η πολεμική προπαρασκευή
Η εξοπλιστική και οχυρωματική προσπάθεια που ανέπτυξε η χώρα στα χρόνια που προηγήθηκαν έδωσε τη δυνατότητα προετοιμασίας και ισχυροποίησης, στο μέτρο του δυνατού, για την αναμενόμενη παγκόσμια σύρραξη. Η κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου βρήκε την Ελλάδα καλύτερα προετοιμασμένη από ό,τι εκτιμούσε η ιταλική ηγεσία.
Μέχρι το 1939 ο κύριος ορατός κίνδυνος κατά της χώρας προερχόταν από την βουλγαρική επεκτατικότητα. Είχαν άλλωστε παρέλθει μόλις δύο δεκαετίες από την μεγάλη σύγκρουση του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, στο Μακεδονικό Μέτωπο. Η Βουλγαρία, κατά συνέπεια, ήταν ο πλέον πιθανός αντίπαλος της Ελλάδος. Όπως ήταν φυσικό, λοιπόν, το σύνολο της ελληνικής πολεμικής προπαρασκευής ήταν στραμμένο προς τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα. Από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας δεν αντιμετωπίζονταν απειλές, ενώ η Αλβανία ήταν, από απόψεως στρατιωτικής ισχύος, αμελητέα.
Έναντι της Αλβανίας ο Ελληνικός Στρατός είχε δύο Μεραρχίες οι οποίες θεωρούνταν υπεραρκετές: την VIII στην Ήπειρο και την IX στη Δυτική Μακεδονία. Η αποβίβαση, ωστόσο, των ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία την άνοιξη του 1939 και η κατάληψη της χώρας αυτής, μετέβαλε τα δεδομένα και διαμόρφωσε νέα κατάσταση.
Ο Μεταξάς και το Γενικό Επιτελείο, παρακολουθώντας τη γενικότερη κατάσταση στην Ευρώπη, αντιλαμβάνονται τα σύννεφα του πολέμου που πλησιάζουν. Καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν, εκτός από τη Βουλγαρία, και μια αυτοκρατορία «οκτώ εκατομμυρίων λογχών», κατά την έκφραση του Μουσολίνι, της οποίας οι αδυναμίες δεν είχαν ακόμη εκδηλωθεί. Μια αυτοκρατορία που την εποχή εκείνη την υπολόγιζε ακόμα και η κραταιά Μεγάλη Βρετανία, αλλά και η Γαλλία. Η στάση της Γιουγκοσλαβίας, που απειλείτο πλέον τόσο από τον βορρά, όσο και από το νότο, αλλά και από την πλευρά της Βουλγαρίας, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί δεδομένη.
Η διαμορφούμενη νέα κατάσταση στο ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον της χώρας οδήγησε το Γενικό Επιτελείο σε αναθεώρηση της αρχικής στρατηγικής σχεδιάσεως και στην αναζήτηση νέων λύσεων. Από την επομένη της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία, η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία της χώρας αντέδρασε αμέσως και με ψυχραιμία.
Πολύ σύντομα, οι διοικητές των Σωμάτων Στρατού και των VIIIης και IXης Μεραρχιών, έλαβαν διαταγές για την αντιμετώπιση τυχόν ιταλικής επιθέσεως, οι οποίες κατέληγαν με την φράση:
«Εις τας παρούσας κρισίμους στιγμάς ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις έχουσι πλήρη εμπιστοσύνην εις υμάς και αναμένουσι την απολύτως ψύχραιμον εκτίμησιν της καταστάσεως καθώς και την μέχρις εσχάτων εκπλήρωσιν της αποστολής σας.»
Το Γενικό Επιτελείο δραστηριοποιείται για την αντιμετώπιση της καταστάσεως. Το σχέδιο επιστρατεύσεως αναθεωρείται ώστε να προσαρμοσθεί προς την κατάσταση που πλέον είχε διαμορφωθεί. Με προσεκτικές και μεθοδικές κινήσεις, εν πολλοίς μυστικές, καλύπτονται τα κενά των εμπρός μεραρχιών σε προσωπικό, προωθούνται εφόδια, ενεργοποιούνται επιστρατευόμενες μονάδες. Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε όλες τις έναντι της Αλβανίας μονάδες πλήρως επανδρωμένες, χωρίς να έχει κηρυχθεί επιστράτευση. Συμπληρώθηκαν επίσης οι αποθήκες επιστρατεύσεως με όλο το απαραίτητο υλικό.
Από την 28η Οκτωβρίου και εντός 16 ημερών, ο Ελληνικός Στρατός προσκάλεσε, έντυσε, εξόπλισε και κίνησε στις προβλεπόμενες θέσεις 300.000 άνδρες. Την μεγααλύτερη δύναμη που είχε παρατάξει στην ιστορία του. Επίσης επίταξε και προώθησε στις μονάδες 120.000 κτήνη, τα οποία αποδείχθηκαν πολύτιμα στο ορεινό και χωρίς οδικό δίκτυο έδαφος της Βορείου Ηπείρου. Χάρις στην άρτια σχεδίαση, οργάνωση και προπαρασκευή, η επιστράτευση λειτούργησε κατά τρόπο υποδειγματικό και σε χρόνο μικρότερο του προβλεπομένου.
Αυτή η επιτυχής κινητοποίηση οφείλεται φυσικά στα σχέδια προπαρασκευής, τα οποία υλοποιήθηκαν με επιτυχία, από την ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία μέχρι τον τελευταίο διοικητή τμήματος. Είναι κάτι που έχει επιβεβαιωθεί με αδιαμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα και είναι ενδεικτικό της σχεδιάσεως και της επιβλέψεως στην υλοποίηση, από μία Ηγεσία που είχε μεριμνήσει για όλα, χωρίς να παραλείψει την κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας.
Ο πόλεμος
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο. Οι δυνάμεις του στρατηγού Βισκόντι Πράσκα διέβαιναν την ελληνική μεθόριο με 4 μεραρχίες:
-Ανατολικά η επίλεκτη Μεραρχία Αλπινιστών «ΤΖΟΥΛΙΑ», με κατεύθυνση το Μέτσοβο,
-Στο κέντρο η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» και η Μεραρχία Πεζικού «ΦΕΡΡΑΡΑ» με κατεύθυνση τα Ιωάννινα,
-Δυτικά, επί του παραλιακού άξονα, η Μεραρχία Πεζικού «ΣΙΕΝΑ», με κατεύθυνση την Πρέβεζα, για την υπερκέραση των Ιωαννίνων.
Στη Δυτική Μακεδονία οι Ιταλοί τήρησαν αρχικά στάση αναμονής. Παρέμειναν εγκατεστημένοι αμυντικά με δύο Μεραρχίες στην περιοχή της Κορυτσάς, περιοριζόμενοι σε βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων και τοπικές επιθέσεις.
Στο αριστερό της ελληνικής αμυντικής διατάξεως, η VIII Μεραρχία έπειτα από επικό αγώνα που κράτησε μέχρι την 7η Νοεμβρίου, απέκρουσε την ιταλική επίθεση, στον κεντρικό και τον παραλιακό τομέα. Οι ιταλικές μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις καθηλώθηκαν χάρη στην ετοιμότητα των ελληνικών μονάδων αλλά και στην κατάλληλη αμυντική οργάνωση που είχε προηγηθεί. Αυτή, μεταξύ των άλλων, περιλάμβανε την τοποθέτηση αντιαρματικών κωλυμάτων και την ματαίωση της προγραμματισμένης αποξήρανσης του έλους, στο οποίο εγκλωβίστηκε η Μεραρχία «ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ».
Ο στρατηγός Κατσιμήτρος τήρησε την υπόσχεσή του: οι Ιταλοί δεν πέρασαν.
Πρόβλημα σοβαρό, ωστόσο, δημιουργήθηκε στον κεντρικό τομέα του μετώπου, στον ορεινό όγκο της Πίνδου, όπου η συντριπτική υπεροχή των Ιταλών εξανάγκασε το Απόσπασμα Δαβάκησε, παρά τον ηρωικό του αγώνα, να συμπτυχθεί μέχρι το χωριό Βωβούσα, βορείως του Μετσόβου. Οι επίλεκτοι αλπινιστές της Μεραρχίας «ΤΖΟΥΛΙΑ», δυνάμεως σχεδόν 11.000 ανδρών, προχωρούσαν απειλητικά προς το Μέτσοβο. Τυχόν κατάληψη της διαβάσεως του Μετσόβου θα τους έδινε τη δυνατότητα να ελέγξουν την οδό ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ και να κινηθούν προς την Αθήνα μέσω της θεσσαλικής πεδιάδας.
Προ της καταστάσεως αυτής το Γενικό Στρατηγείο αντέδρασε αμέσως και αποτελεσματικά:
-Την 29η Οκτωβρίου προώθησε το Β' Σώμα Στρατού, με την Ιη Μεραρχία Πεζικού, και την Vη Ταξιαρχία Πεζικού , από την περιοχή της Θεσσαλίας στη Δυτική Μακεδονία (περιοχή Πενταπόλεως-Επταχωρίου).
-Την ίδια ημέρα προώθησε, την Μεραρχία Ιππικού, από την Θεσσαλονίκη στην περιοχή Μετσόβου, με αποστολή την εξασφάλιση του άξονα ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ.
-Την 31η Οκτωβρίου προώθησε την Ταξιαρχία Ιππικού, η οποία ανήκε στις εφεδρείες του Αρχιστρατήγου και την έθεσε υπό την διοίκηση του Β' Σώματος Στρατού, βορειοανατολικά του Μετσόβου.
-Προώθησε επίσης στην Ήπειρο το Α' Σώμα Στρατού, από την Αθήνα, όπου ήταν η έδρα του, ενώ οι μονάδες του συμπληρώνονταν με επιστράτευση.
-Προώθησε στο μέτωπο κάθε τμήμα που ολοκλήρωνε την επιστράτευσή του, σύμφωνα με τα σχέδια.
-Τέλος, διέταξε την Αεροπορία να βομβαρδίσει το αεροδρόμιο της Κορυτσάς, αποφεύγοντας να πλήξει κατοικημένες περιοχές.
Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που είχε έγκαιρα προϊδεασθεί με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, ήταν έτοιμο και κατάλληλα προσανατολισμένο.
Την 1η Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Β' ΣΣ, υπό την διοίκηση του στρατηγού Δημητρίου Παπαδόπουλου, επιτίθενται κατά του αριστερού πλευρού του θύλακα που δημιούργησε η ΤΖΟΥΛΙΑ στην Πίνδο.
Ειδικότερα:
-Στο μέσον, στην περιοχή ΠΕΝΤΑΛΟΦΟΥ-ΣΑΜΑΡΙΝΑΣ, η Ιη Μεραρχία, με διοικητή τον υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό,
-Βορειότερα η Vη Ταξιαρχία Πεζικού, με διοικητή τον συνταγματάρχη Αναστάσιο Καλή, και
-Nοτιότερα η Ταξιαρχία Ιππικού, η οποία, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατου, ήταν η πρώτη που απέκοψε την προχώρηση των Ιταλών, καταλαμβάνοντας το Δίστρατο.
Εν τω μεταξύ, την ίδια ημέρα ο Δαβάκης τραυματίσθηκε σοβαρά και διακομίσθηκε. Την διοίκηση του Αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης άξιος ηγήτορας, ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας.
Από το νότο, η Μεραρχία Ιππικού, με διοικητή μια άλλη ηγετική μορφή, τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά, με υψηλό επιθετικό πνεύμα, εξόρμησε από την περιοχή του Μετσόβου προς βορρά, ανατρέπουσα τους ορμητικούς χιονοδρόμους των Ιταλών. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει τον άξονα ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ, να επιτεθεί στην κατεύθυνση Ελεύθερο – Κόνιτσα και να αποκαταστήσει σύνδεσμο με τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIII Μεραρχία και το Β' ΣΣ.
Η Μεραρχία «ΤΖΟΥΛΙΑ» συντρίβεται, και σε λίγες ημέρες οι Ιταλοί βρίσκονται πέραν των ελληνικών συνόρων.
Στις 8 Νοεμβρίου 1940, ο κόσμος όλος μένει άναυδος, μη μπορώντας να πιστέψει ότι η πρώτη νίκη του ελευθέρου κόσμου ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα ήταν γεγονός. Γράφει ο Ελβετός στρατιωτικός συγγραφέας Eddy Bayer, στο δίτομο έργο του «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ»:
«Ο στρατηγός Παπάγος ενισχύθη επί των κορυφογραμμών και από της 4ης μέχρι της 7ης Νοεμβρίου, προσέβαλε την δυστυχισμένην μεραρχία «ΤΖΟΥΛΙΑ» δια συγκεντρωτικής επιθέσεως εκ των άνω προς τα κάτω. Η συμφορά του στρατηγού Μάριο Τζιρότι δεν ήτο δυνατόν να γίνει περισσότερον πλήρης».
Γράφει, επίσης, ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα στο βιβλίο του:
«Η αριστερή πτέρυγα στην 'Hπειρο είχε συναντήσει ισχυρή εχθρική αντίσταση στη ζώνη του Καλπακίου.... Η θέση της Μεραρχίας «ΤΖΟΥΛΙΑ», με τη συνεχιζόμενη άφιξη ελληνικών δυνάμεων, κινδύνευσε να καταστεί επισφαλής. (...) Είναι πάντοτε μία οδυνηρή στιγμή για ένα Διοικητή, όταν είναι υποχρεωμένος να εκδώσει διαταγή συμπτύξεως, συνιστά όμως και καθήκον, το οποίο ο Διοικητής πρέπει να εκτελέσει με αποφασιστικότητα. Δεν μπορούσε κανείς να ζητήσει από τον γενναίο Τζιρόττι και τους αλπινιστές του τίποτε περισσότερο από αυτό που είχαν επιτελέσει. Διέταξα την «ΤΖΟΥΛΙΑ» να μετακινηθεί στην Κόνιτσα, έχοντας δεινοπαθήσει από τα πλήγματα που της κατάφεραν πολύ ευέλικτες μονάδες του εχθρού, από όλες τις κατευθύνσεις...»
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του πυροβολικού, χάρις κυρίως στην κατάλληλη τάξη των πυροβόλων και την εξαίρετη οργάνωση στόχων που είχε προηγηθεί. Διότι, τα βλήματα δεν πηγαίνουν στον στόχο απλώς με... το ηθικό των πυροβολητών. Απαιτείται σχεδίαση, οργάνωση, εκπαίδευση και διοίκηση αλλά και μία καλώς λειτουργούσα επιμελητεία η οποία εξασφαλίζει ότι θα υπάρχουν βλήματα για τα πυροβόλα.
Προ της απροσδόκητης αυτής καταστάσεως, ο Ντούτσε αντικατέστησε στις 9 Νοεμβρίου τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, υφυπουργό των στρατιωτικών και υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου. Επιπλέον, απέστειλε στην Αυλώνα την Μεραρχία Πεζικού «ΜΠΑΡΙ», την οποία αρχικά προόριζε για απόβαση στη νήσο Κέρκυρα.
Εν τω μεταξύ, ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να καταφθάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου. Έτσι, ο Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει κατάλληλη συγκέντρωση δυνάμεων ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Η ελληνική στρατιωτική Ηγεσία είχε αντιμετωπίσει την κατάσταση κατά τρόπον ορθό και αποτελεσματικό.
Στις 13 Νοεμβρίου – μόλις 16 ημέρες μετά την ιταλική εισβολή – ο Ελληνικός Στρατός, πλήρως κινητοποιημένος και έχοντας αποκαταστήσει το εθνικό έδαφος, πέρασε στην αντεπίθεση, έχοντας πλέον την πρωτοβουλία. Ένδεκα Μεραρχίες Πεζικού, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού, και η Μεραρχία Ιππικού, είχαν απέναντί τους δεκαπέντε ιταλικές Μεραρχίες Πεζικού και μία Τεθωρακισμένη.
Στον τομέα της Δυτικής Μακεδονίας, το ΤΣΔΜ, με το Γ' ΣΣ από τη Θεσσαλονίκη και με την ενίσχυση μονάδων από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσε στις 14 Νοεμβρίου επίθεση, από ανατολάς προς δυσμάς, με κατεύθυνση την Κορυτσά, η οποία κατελήφθη στις 22 Νοεμβρίου, με 2.000 αιχμαλώτους, 80 πυροβόλα, 55 αντιαρματικά και 300 πολυβόλα, προερχόμενα από τέσσερις ιταλικές μεραρχίες. Επρόκειτο για σημαντικότατο επίτευγμα του Ελληνικού Στρατού στη φάση αυτή του αγώνα και ταυτοχρόνως για τη «μαύρη ημέρα» του Ιταλικού Στρατού.
Είναι αλήθεια ότι οι Ιταλοί μαχόταν με πρωτόγνωρο πείσμα, η δε ηγεσία τους έστελνε νέες μεραρχίες στην Αλβανία. Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες αποτυχίες προκάλεσαν σοβαρή κρίση στην ανωτάτη ιταλική ηγεσία που οδήγησε στην παραίτηση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, στις 26 Νοεμβρίου, τον οποίο αντικατέστησε ο στρατηγός Καβαλέρο, ο οποίος είχε παλιά αντιπάθεια με τον Μπαντόλιο.
Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου. Τα Α' και Β' Σώματα Στρατού, ενισχυμένα με την ΙΙΙη Μεραρχία το πρώτο και με την ΧΙη και την Μεραρχία Ιππικού το δεύτερο, προέλασαν στη Βόρεια Ήπειρο, με ισχυρό και ασφαλή στροφέα το δεξιό της ελληνικής διατάξεως, δηλαδή το ΤΣΔΜ.
Μετά από σκληρές μάχες, κατέλαβαν την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα και το Αργυρόκαστρο, μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, και τη Χιμάρα τις παραμονές των Χριστουγέννων, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη διάνοιξη της οδού προς Αυλώνα. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος.
Στις 9 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, κατελήφθη από τις δυνάμεις του Β' ΣΣ το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας, στο κέντρο της ιταλικής διατάξεως. Επρόκειτο για νέο πλήγμα, το οποίο είχε ως επακόλουθο την δυσμένεια έναντι του στρατηγού Σοντού και την αντικατάστασή του από τον στρατηγό Καβαλέρο. Ο τελευταίος, ως επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου, είχε μεταβεί ήδη ένα μήνα πριν στην Αλβανία.
Το Β' ΣΣ, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής προελάσεως στον κεντρικό τομέα, και εξασφαλίζοντας τον σύνδεσμο μεταξύ του Α'ΣΣ και του ΤΣΔΜ, έφθασε στην περιοχή Τεπελενίου, στα υψώματα της Τρεμπεσίνας, όπου ήταν και το μέγιστο όριο της ελληνικής προχωρήσεως. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία την μεγάλη ιταλική αντεπίθεση του Μαρτίου 1941.
Πηγές: Αρχείο ΕΡΤ, Ομιλία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, από τον Δρα Ιωάννη Παρίση, Υποστράτηγο ε.α., Διδάκτωρα Πολιτικής Επιστήμης.