Ελλάδα

Κρήτη

Στο σκαμνί για τις μίζες στο ΕΣΥ - Νοσοκομεία της Κρήτης στις πρώτες θέσεις

μίζα νοσοκομείο

Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς στο πεδίο της υγείας, αυτό που αφορά στη διακίνηση μαύρου χρήματος σε γιατρούς του ΕΣΥ από την εταιρία Depuy, συμφερόντων του κολοσσού στον φαρμακευτικό χώρο «Johnson & Johnson», οδηγείται αύριο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας και ενώ η αντίστροφη μέτρηση για παραγραφή μέρους των αδικημάτων έχει αρχίσει. 
 
Tο protothema.gr έχει στη διάθεσή του το βούλευμα – καταπέλτη του συμβουλίου Εφετών (343/2016) με το οποίο παραπέμπονται να δικαστούν για κατηγορίες που επισύρουν ακόμη και ισόβια, 24 συνολικά κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους «βαριά» ονόματα της Ορθοπεδικής στο ΕΣΥ, στελέχη της Depuy καθώς και Έλληνες που βρίσκονταν πίσω από πλειάδα off shore εταιριών μέσω των οποίων διακινούνταν το μαύρο χρήμα στο ΕΣΥ.
 
Έπειτα από έξι χρόνια δικαστικών ερευνών σε Ελλάδα και Βρετανία (όπου ήταν η έδρα της εταιρίας) η ελληνική δικαιοσύνη αποτύπωσε σε 2.168 σελίδες (αριθμός βουλεύματος 343/2016) το «πάρτι» που είχε στηθεί στις ορθοπεδικές κλινικές 109 δημόσιων νοσοκομείων καθώς και των θεραπευτηρίων του ΙΚΑ. Η χαρτογραφημένη συνολική μίζα προς γιατρούς και νοσοκομεία ανέρχεται στα 11,6 εκατ. ευρώ, ενώ η ζημία για το ελληνικό δημόσιο είναι ανυπολόγιστη. Για αυτό το λόγο οι 24 κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν κατά περίπτωση για τα εξής αδικήματα: απάτη σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, ενεργητική και παθητική δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
 
Από τις έρευνες προέκυψε πως τα ορθοπεδικά προϊόντα της Depuy υπερκοστολογούνταν στην Ελλάδα έως και 35% και από το ποσοστό αυτό, το 20% διατίθεντο στους γιατρούς ως «αμοιβή» για την προτίμηση που έδειχναν στα προϊόντα της εταιρίας και με το υπόλοιπο 15% συντηρούνταν ο μηχανισμός διακίνησης του χρήματος (λογιστές, δικηγόροι κλπ που είχαν ιδρύσει τις εταιρίες off shore).
 
«Έτσι δουλεύαμε στα ελληνικά νοσοκομεία»
 
Το έναυσμα για να ξετυλιχθεί η μεγαλύτερη υπόθεση μίζας – για τα ελληνικά δεδομένα- στο πεδίο της υγείας δόθηκε με την κατάθεση στο Γραφείο Σοβαρών Περιπτώσεων Απάτης (SFO) στο Λονδίνο του Ρόμπερτ Τζον Ντουγκάλ, ο οποίος εργαζόταν από το 1993 έως το 2007 στην εταιρία Depuy International και μάλιστα σε υψηλές θέσεις, αντιπρόεδρος πωλήσεων, ανάπτυξης αγορών και στρατηγικών σχέσεων. Το στέλεχος της Depuy περίγραψε στη βρετανική υπηρεσία την ελληνική πραγματικότητα: «είχα διαπιστώσει ότι η πρακτική της πληρωμής δώρων ή ανταμοιβών σε ορθοπαιδικούς χειρουργούς στο ΕΣΥ σε σχέση με την προμήθεια ορθοπεδικών προϊόντων ήταν ‘ενδημική’. Το ύψος των κονδυλίων που διατίθεντο από όλους τους κατασκευαστές ορθοπεδικών προϊόντων που επέλεγαν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα ανερχόταν σε 20% έως 35% επί της αξίας των πωλήσεων προς τους τελικούς χρήστες».
 
Η Depuy International πωλούσε τα προϊόντα της στο ελληνικό σύστημα υγείας βάσει της από 19/9/1997 συμφωνίας διανομής μέσω της εταιρίας Medec SA, η οποία ανήκε στον κ. Νικόλαο Καραγιάννη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2000 τα προϊόντα της Depuy που διένειμε η Medec SA αντιπροσώπευαν το 26% της αγοράς ορθοπεδικών ειδών στην Ελλάδα. Βάσει άλλης σύμβασης που είχαν υπογράψει οι δύο εταιρίες η Depuy κατέβαλλε προμήθεια 35% για όλες τις πωλήσεις της Medec στην εταιρία Madison Management Limited η οποία επίσης ανήκε στον κ. Καραγιάννη. Όπως εξηγείται στο βούλευμα «μπορούσε ο κ. Καραγιάννης μετά την αφαίρεση εξόδων και λοιπών δαπανών να καταβάλλει χρηματικά κίνητρα ή άλλα δώρα ανταμοιβές σε χειρουργούς στην ελληνική αγορά προκειμένου να χρησιμοποιούν τα προϊόντα της Depuy». Τα ποσά αυτά, όπως προέκυψε από την αλληλογραφία των εταιριών, αποκαλούνταν με κωδικές ονομασίες όπως «δώρα σε μετρητά» ή «επιχειρηματική εκπαίδευση» ή «επιμόρφωση χειρουργών» ή «προμήθεια συμβούλου».
 
Το δίκτυο των off shore
 
Σύμφωνα με το βούλευμα, η διανομή της μίζας στους γιατρούς γινόταν μέσω ενός πυκνού δικτύου off shore εταιριών – έχουν χαρτογραφηθεί τουλάχιστον 15 εταιρίες- έτσι ώστε να χαθούν τα ίχνη του μαύρου χρήματος. Αναφέρονται ως εταιρίες «παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών». «Οι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει την κατάλληλη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως επί σκοπό πορισμού εισοδήματος» αναφέρεται στο βούλευμα, και  αναλύεται τι ακριβώς είχαν πράξει: «Ίδρυση και χρήση μεγάλου αριθμού εξωχώριων εταιριών σε πολλά κράτη ανά την υφήλιο, συστηματική πραγματοποίηση μεγάλου αριθμού τραπεζικών συναλλαγών με λογαριασμούς ανήκοντες σε δικαιούχους που καλύπτονταν πίσω από κωδικούς αριθμούς, κατάρτιση σειράς εικονικών συμβάσεων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, έκδοση εικονικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, χρησιμοποίηση στο έπακρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό την απόκρυψη της διαδρομής του χρήματος προς τους τελικούς παραλήπτες, ιδίως με τη μέθοδο της «κατάθεσης» σε θυρίδα». Από το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών προέκυψαν ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς εμπλεκομένων γιατρών (και) στην Ελβετία, χρήματα που πλέον έχουν δεσμευθεί και θα αποδοθούν στους κατηγορουμένους μόνο εφόσον απαλλαγούν αμετάκλητα. 
 
Η προμήθεια των ορθοπεδικών υλικών
 
Το σύστημα προμηθειών υλικών του ΕΣΥ άφηνε ευρύ περιθώριο στους ενδιαφερόμενους από κάθε πλευρά, και των εταιριών και των δημόσιων λειτουργών, ώστε να…αυτενεργήσουν εις βάρος του συστήματος υγείας και του ελληνικού δημοσίου. Όπως αναφέρεται στο βούλευμα, «το σύστημα προμηθειών στα ελληνικά νοσοκομεία μέχρι το 2001 βασιζόταν σε μειοδοτικούς διαγωνισμούς, δηλαδή κάθε νοσοκομείο προκήρυσσε διαγωνισμό για την προμήθεια των ειδών που χρειαζόταν και κατακύρωνε τον διαγωνισμό στους μειοδότες. Από το 2002 ίσχυε η απευθείας ανάθεση με διατίμηση των ορθοπεδικών ειδών, δηλαδή προβλεπόταν μια ανώτατη τιμή για πώληση. Και στα δύο συστήματα, ωστόσο, την πράξη στα μεγάλα νοσοκομεία λειτουργούσε η πράξη της παρακαταθήκης. Για τεχνικούς λόγους η εταιρία τοποθετούσε σε ειδικούς χώρους του νοσοκομείου είδη τα οποία δεν είχε πουλήσει. Ο γιατρός κατά τη διαδικασία της επέμβασης χρησιμοποιεί μέρος των υλικών, τα καταγράφει, γίνεται παραγγελία στον προμηθευτή, εκδίδεται δελτίο αποστολής στο νοσοκομείο και το νοσοκομείο όταν έχει χρήματα πληρώνει».
 
Τα νοσοκομεία – πρωταθλητές της μίζας
 

Για μια τουλάχιστον εξαετία, από το 2000 ως το 2006,  στα 109 δημόσια νοσοκομεία της χώρας οι ορθοπαιδικές επεμβάσεις είχαν…απογειωθεί – ομοίως και οι μίζες στους γιατρούς που τις διενεργούσαν εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του βουλεύματος, το συνολικό ποσό της ζημίας για το ελληνικό δημόσιο (ΕΣΥ και ΙΚΑ) σε 11,6 εκατ. ευρώ! Την αρνητική πρωτιά στις μίζες κατακτά το ΚΑΤ, κατεξοχήν νοσοκομείο αναφοράς για τις ορθοπαιδικές επεμβάσεις: στα χειρουργεία του ΚΑΤ διακινήθηκε η μερίδα του λέοντος του μαύρου χρήματος, σχεδόν 1,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 10% του συνόλου των μιζών.

Σημαντικό ποσό εισέπραξαν μέσω του πυκνού δικτύου των off shore εταιριών οι γιατροί του Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης (764.101 ευρώ), του νοσοκομείου «Κωνσταντοπούλειο- Αγία Όλγα» ( 647.665 ευρώ) και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (544.150 ευρώ). Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνει το νοσοκομείο κοινωφελούς χαρακτήρα «Ερρίκος Ντυνάν» με μίζες ύψους 495.026 ευρώ. Ακολουθεί το Γενικό Νοσοκομείο Χανίων όπου κατέληξαν μέσω των «ειδικών» λογαριασμών 378.316 ευρώ. Στην έβδομη θέση βρίσκεται ένα επίσης ειδικευμένο σε ορθοπαιδικές επεμβάσεις δημόσιο νοσοκομείο, το Ασκληπιείο Βούλας, όπου «πιστώθηκαν» 375.397 ευρώ και στην όγδοη το νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» με 350.492 ευρώ. Συνεχής ήταν η ροή χρήματος την επίμαχη εξαετία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου (ΠΑΓΝΗ) (350.099 ευρώ), στο νοσοκομείο Χατζηκώστα Ιωαννίνων (341.249 ευρώ), στο Πανεπιστημιακό Πάτρας (340.102 ευρώ) και στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθήνας (329.672 ευρώ). Οι γιατροί του νοσοκομείου «Άγιος Ανδρέας» Πάτρας έλαβαν «δώρο» ύψους 209.667 ευρώ, του ΝΙΜΤΣ 197.00 ευρώ και του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός» 180.000 ευρώ. Το τοπ-20 των νοσοκομείων του ΕΣΥ που πρωταγωνιστούν στη μεγαλύτερη υπόθεση διαφθοράς στο χώρο της υγείας, συμπληρώνεται με τα νοσοκομεία «Γεννηματάς» Θεσσαλονίκης (176.840 ευρώ), Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας (176.982 ευρώ), Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου (148.015 ευρώ), Νοσοκομείο Λειβαδιάς (142.030 ευρώ) και  ΑΧΕΠΑ (131.730 ευρώ).
 
Η αποζημίωση και το ελληνικό Δημόσιο 

Στη δίκη που ξεκινάει αύριο, παράσταση πολιτικής αγωγής διεκδικώντας αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη αναμένεται να δηλώσει το ελληνικό Δημόσιο, όπως επίσης και νοσοκομεία ανάμεσά τους και το «Γεώργιος Γεννηματάς».

«Η ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας σε σχέση με την τεράστια απώλεια δημόσιου χρήματος στο χώρο της υγείας έχει καταστεί πιο επιτακτική από ποτέ και αποτελεί λαϊκή απαίτηση και πολιτειακή υποχρέωση» αναφέρουν μιλώντας στο «Θέμα» οι κ.κ. Ζαχαρίας Κεσσές και Νάσος Νικολόπουλος δικηγόροι του νοσοκομείου και προσθέτουν: «Μετά από πολυετή έρευνα ήρθε η ώρα να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη όσοι διασπάθισαν δημόσιο χρήμα και χρησιμοποίησαν τα δημόσια νοσοκομεία ως οχήματα εύκολου, παράνομου πλουτισμού. Το αποδεικτικό υλικό είναι αποκαλυπτικό του μεγέθους της διαφθοράς και καταδεικνύει όλες τις διαδρομές των παράνομων πληρωμών. Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γεώργιος Γεννηματάς», Βασίλειου Κεκερή, θα παραστούμε στη δίκη απαιτώντας την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας και την αποζημίωση της ηθικής βλάβης του δημοσίου, ανερχόμενη βάσει του παραπεμπτικού βουλεύματος σε ποσό άνω των 300.000 ευρώ». 

ESPA BANNER