Η ενίσχυση των επενδύσεων συνιστά αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 δεδομένης της υποτονικής καταναλωτικής δαπάνης που οφείλεται στη συμπίεση του διαθεσίμου εισοδήματος ως συνέπεια των αυξημένων φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών και τη φθίνουσα πορεία του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, τονίζουν οι αναλυτές της Alpha Bank, σε ανάλυσή τους στο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας.
Όπως επισημαίνεται, η επενδυτική δαπάνη μειώθηκε στα χρόνια της ύφεσης από 27,3% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2007, σε μόλις 12% το τρίτο τρίμηνο του 2016. Τα τελευταία χρόνια οι επενδύσεις υπολείπονται των αποσβέσεων με αποτέλεσμα ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου να είναι αρνητικός.
Οι αναλυτές της Alpha Bank εκτιμούν ότι οι βασικοί μοχλοί για την ανάπτυξη των επενδύσεων στην επόμενη διετία είναι οι εξής:
Πρώτον, η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να διαμορφώσει τις συνθήκες για την υλοποίηση πρόσθετων συναφών επενδυτικών σχεδίων και να σηματοδοτήσει την προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος. Το 2017 έχουν προϋπολογισθεί έσοδα της τάξεως των 2,6 δισ. ευρώ, έναντι 500 εκατ. ευρώ το 2016 και 3,4 δισ. ευρώ συνολικά στην περίοδο 2011- 2016.
Δεύτερον, η αξιοποίηση των διαθεσίμων κεφαλαίων για τη χώρα μέσω της αύξησης της απορροφητικότητας των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το 2016 συνεχίστηκε η απορρόφηση των κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία και εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει σημαντικά τον ετήσιο στόχο των 2,3 δισ. ευρώ που είχε τεθεί. Για την προγραμματική περίοδο ΕΣΠΑ 2014- 2020 προβλέπονται διαθέσιμα κεφάλαια της τάξεως 26 δισ. ευρώ (20% εθνικοί πόροι και 80% πόροι διαρθρωτικών επενδυτικών ταμείων της ΕΕ) που θα κατευθυνθούν επί το πλείστον σε δράσεις σχετικά με υποδομές και περιβάλλον, ανταγωνιστικότητα και επιχειρηματικότητα, ανάπτυξη ανθρωπίνου δυναμικού και αγροτική ανάπτυξη.
Τρίτον, η αναδιάρθρωση και εξυγίανση των επιχειρήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να προσελκύσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό.
Τέταρτον, ο δραστικός περιορισμός της αβεβαιότητας σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση και τη γενικότερη πορεία του τρίτου ελληνικού προγράμματος διάσωσης που αποτελεί αναγκαία συνθήκη και αδήριτη ανάγκη σε μία περίοδο που η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη συνθέτουν έναν ιδιαίτερα ευμετάβλητο διεθνή περίγυρο.
Πέμπτον, η αξιοποίηση των ευκαιριών που ενδεχομένως να προκύψουν μετά τις διαφαινόμενες αλλαγές που επιφέρουν στο διεθνές εμπόριο και στις ροές των άμεσων ξένων επενδύσεων, η διαδικασία υλοποίησης της απόφασης για το Brexit και η ενίσχυση του προστατευτισμού μετά την εκλογή του νέου προέδρου στις ΗΠΑ.
Η προσέλκυση, ωστόσο, άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα, εκτιμούν οι αναλυτές της Τράπεζας, προϋποθέτει όχι μόνο την ενεργοποίηση των ανωτέρω παραγόντων αλλά και τη μετάθεση του βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής από το σκέλος των φόρων στην πλευρά των δαπανών. Η εμπειρική έρευνα διεθνώς έχει προσδιορίσει μία σειρά παραγόντων που προσελκύουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Οι παράγοντες που αναφέρονται μεταξύ άλλων είναι το ύψος του φορολογικού συντελεστή επί των επιχειρηματικών κερδών, καθώς και το μέγεθος της τοπικής αγοράς, η δυνατότητα που προσφέρει η χώρα υποδοχής για πρόσβαση σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, η γλωσσική ομοιογένεια, η γειτνίαση με τη χώρα προέλευσης, το επίπεδο ειδίκευσης και εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού, και τέλος, το κόστος εργασίας αλλά και το συνολικό κόστος παραγωγής.
Επίσης είναι καθοριστικής σημασίας η εξομάλυνση και σταδιακή άρση ορισμένων αποτρεπτικών παραγόντων στην προσέλκυση επενδύσεων, όπως η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα, η πολιτική αβεβαιότητα, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κ.α.
Ο μέσος όρος των άμεσων ξένων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην περίοδο 2009- 2015 για την Ελλάδα διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο (0,7%), έναντι των υπολοίπων χωρών. Παρατηρείται μεγάλη προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην Κύπρο και την Ιρλανδία κατά την περίοδο αυτή, χώρες που ακολουθούσαν και αυτές προγράμματα προσαρμογής. Οι δύο αυτές χώρες διαθέτουν ένα περιβάλλον πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και κατά πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, 12,5% το 2016. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτές χώρες έχουν καταφέρει να εξέλθουν από την ύφεση μέσω σημαντικής αύξησης των επενδύσεων. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν υπερδιπλάσιες σε σχέση με τη χώρα μας καθαρές ξένες επενδύσεις κατά την ίδια χρονική περίοδο. Επιπλέον, όπως αναφέρουν οι αναλυτές, ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών των επιχειρήσεων στην Ελλάδα το 2016 είναι ιδιαίτερα αυξημένος φθάνοντας το 29%, ενώ παράλληλα η θέση της χώρας υποχωρεί σημαντικά και με βάση το δεύτερο κριτήριο προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, το μέγεθος της τοπικής αγοράς, καθώς συρρικνώνεται στα χρόνια αυτά ολοένα και περισσότερο το ύψος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Συγκρίνοντας τις επιλεγμένες χώρες την περίοδο 2009 και 2016, η Ελλάδα διαθέτει πλέον το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετά τη Βουλγαρία.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, πέραν της πρόσβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου, η Ελλάδα προσφέρει σημαντικά ακόμη πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα τόσο σε όρους κόστους εργασίας όσο και σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας μέσω των ρυθμιστικών παρεμβάσεων και της απελευθέρωσης των αγορών κατά την τελευταία επταετία. Παρουσιάζεται σημαντική βελτίωση της Ελλάδας στην κατάταξη με βάση τον δείκτη Ευκολίας Έναρξης Επιχείρησης από τη θέση 140 το 2009 στη θέση 56 το 2016. Ειδικότερα, με βάση τους επιμέρους δείκτες, βελτιώθηκε η επίδοση της χώρας ως προς τον αριθμό των διαδικασιών που απαιτούνται για την έναρξη της επιχείρησης (από 15 το 2009 σε 5 το 2016), τον αριθμό των ημερών που χρειάζονται (από 19 ημέρες το 2009 σε 13 το 2016), το κόστος ως ποσοστό του κατά κεφαλήν εισοδήματος που απαιτείται (από 10,9% το 2009 σε 2,2% το 2016 και το ελάχιστο κεφάλαιο ως ποσοστό του κατά κεφαλήν εισοδήματος που καταβάλλεται για την έναρξη της επιχείρησης.