Αύξηση των περιστατικών ρατσιστικής βίας το 2017 στην Ελλάδα
Αύξηση παρουσιάζουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας κατά τη διάρκεια του 2017, σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Συγκεκριμένα, όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στην ΕΣΗΕΑ, καταγράφηκαν 102 περιστατικά ρατσιστικής βίας με περισσότερα από 120 θύματα.
«Κατά το έτος 2017 παρατηρήθηκε η συνύπαρξη αντίρροπων τάσεων που συνέθεσαν και διαμόρφωσαν το πεδίο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της ρατσιστικής βίας. Γίνεται ολοένα φανερότερο, ότι η διαχείριση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού ζητήματος προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κλίματος. Από τη μία πλευρά όλο και περισσότεροι δήμοι συμμετέχουν στο πρόγραμμα φιλοξενίας αιτούντων άσυλο και προσφύγων σε διαμερίσματα, καλλιεργώντας με αυτό τον τρόπο την αποδοχή διαφορετικότητας, σε συνέχεια του πνεύματος αλληλεγγύης που χαρακτήρισε τα δύο προηγούμενα έτη τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με τον προσφυγικό και μεταναστευτικό πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, οι συνθήκες στην ενίσχυση της τοπικής ξενοφοβικής ρητορικής, με ακραίες εκδηλώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, οι τοπικές εξάρσεις ξενοφοβίας και βίας, αν και σοβαρές, δεν έγιναν αποδεκτές από το σύνολο των τοπικών κοινωνιών», επισήμανε η βοηθός συντονίστρια του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, Τίνα Σταυρινάκη.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία, ενισχύθηκαν οι επιθέσεις με χαρακτηριστικά βίας από οργανωμένες ομάδες κατά μεταναστών-τριών προσφύγων και των υπερασπιστών τους στην Αθήνα, στην ευρύτερη Αττική και στα νησιά. Το Δίκτυο διαπίστωσε την ενίσχυση επιθέσεων από ομάδες. Καταγράφηκαν επίσης επιθέσεις κατά ατόμων ΛΟΑΤΚΙ, που περιλαμβάνουν λεκτικές επιθέσεις και επιθέσεις σωματικής βίας. Παρατηρήθηκε σταθερή τάση στοχοποίησης των υπερασπιστών και των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Αύξηση επίσης παρουσιάζουν τα περιστατικά με εμπλεκόμενους ένστολους και δημόσιους υπαλλήλους. Στην πλειοψηφία αυτών των περιστατικών, τα θύματα κατήγγειλαν σωματική βία σε δημόσιο χώρο κατά την επιχείρηση, αλλά κι εντός των αστυνομικών τμημάτων ή των χώρων κράτησης. Σταθερά αυξανόμενος παρουσιάζεται ο αριθμός των αντισημιτικών περιστατικών, κυρίως βεβηλώσεων μνημείων κι ιερών χώρων. Σημαντική βελτίωση παρατηρείται στην ενεργοποίηση των αντανακλαστικών των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση του εγκλήματος σε ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Αναλυτικά, σε 34 περιστατικά στοχοποιήθηκαν μετανάστες ή πρόσφυγες λόγω εθνικής καταγωγής, θρησκείας, χρώματος ή και ταυτότητας φύλου, σε 7 περιστατικά στοχοποιήθηκαν υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε 47 στοχοποιήθηκαν ΛΟΑΤΚΙ άτομα.
Από την πλευρά της ΕΛΑΣ, ο υπαστυνόμος Δημοσθένης Κατσιαβάρας, παρουσίασε τα καταγεγραμμένα στοιχεία, σημειώνοντας ότι «το 2017 η αστυνομία έλαβε 215 κλήσεις , εκ των οποίων οι 56 αφορούσαν ρατσιστικά περιστατικά. Καταγράφηκαν 184 υποθέσεις, 112 περιστατικά από αστυνομική προανάκριση και 72 από εισαγγελικές παραγγελίες. Σε 133 περιστατικά τα κίνητρα ήταν η καταγωγή, το χρώμα, η φυλή, σε 8 η θρησκεία σε 29 ο σεξουαλικός προσανατολισμό, σε 12 η ταυτότητα φύλου και σε 9 η αναπηρία. Οι μορφές βίας που καταγράφηκαν είναι η εξύβριση και μετά οι σωματικές βλάβες». Ακόμη, ο κ. Κατσιαβάρας τόνισε ότι «από το 2015, η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες της ΕΛΑΣ και καταβάλλονται προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Στο πλαίσιο αυτό έχουν συσταθεί ειδικές επιτροπές αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας. Για την αντιμετώπιση του ρατσισμού δεν αρκεί μόνο η καταγραφή από το Δίκτυο, ή η προσπάθεια από την αστυνομία να προσεγγίσει τα θύματα, αλλά πρέπει να συνεργαστούμε σε όλους τους τομείς». Όσον αφορά στο προφίλ των θυτών, από τα 184 περιστατικά, στα 84 οι δράστες ήταν πολίτες, άτομα δηλαδή που αναγνωρίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν, ενώ σε 24 περιστατικά οι δράστες ήταν αστυνομικοί.
Παίρνοντας το λόγο, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, Γιώργος Σταυρόπουλος, ανέφερε ότι «ο φόβος μπροστά στο διαφορετικό είναι μία μορφή φόβου προς την ελευθερία, αναδεικνύει την ανασφάλεια της ελληνικής κοινωνίας και την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της. Ο ξένος ήταν αρκετά ανεκτός στην Ελλάδα αρκεί να παρέμενε λίγο στη χώρα μας, ή να μην ήταν μέλος μιας αριθμητικά μεγαλύτερης από το ανεκτό όριο ομάδας. Ο ρατσισμός είναι αρκετά διαδεδομένος στη χώρα μας και χρειάζονται αρκετές προσπάθειες για να περιοριστεί».
Ο Δημήτρης Μελίδης, εκ μέρους του Σταύρου Κοντονή, από το υπουργείο Δικαιοσύνης, επισήμανε ότι «η ελληνική κοινωνία αν και καλείται να σηκώσει ένα δυσανάλογο για τις δυνάμεις της βάρος, αυτό των προσφυγικών ροών, έχει καταφέρει να επιδείξει αλληλεγγύη, ωστόσο παρατηρούμε φαινόμενα ρατσισμού. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί ραγδαία διάδοση ρητορικής μίσους. Απέναντι στη ρητορική μίσους και στη ρατσιστική βία, όλες οι εξουσίες οφείλουν να μάχονται για την προστασία όσων στοχοποιούνται λόγω των χαρακτηριστικών τους. Το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας κι Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει δείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον του από πλευράς της πολιτείας υιοθετώντας πλήθος μέτρων σε πολλά επίπεδα. Το πρωταρχικό μέλημα μιας δημοκρατικής κοινωνίας, επιβάλλεται να είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της διαφορετικότητας, της πολυπολιτισμικότητας και της ανεξιθρησκείας, και προς αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια».
Η γενική γραμματέας Διαφάνειας κι Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Γιαννακάκη, υπογράμμισε με τη σειρά της ότι "η γενική γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έθεσε εξαρχής στην κορυφή των προτεραιοτήτων την πρόληψη και την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ρατσιστικής βίας και της ρητορικής του μίσους. Έχουν ξεκινήσει εργασίες προκειμένου να εκπονηθεί για πρώτη φορά το εθνικό σχέδιο δράσης κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Το υπουργείο Δικαιοσύνης που προέβη στην ψήφιση του νόμου για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, προωθεί σε συνεργασία με τις δικαστικές αρχές την επιμόρφωση δικαστών κι εισαγγελέων σε σχέση με το ρατσιστικό έγκλημα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αυριανή κύρωση στη Βουλή της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία θεσπίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας κι αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την προστασία και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών».
Από την πλευρά της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η Στέλλα Νάνου τόνισε ότι «στις επιτυχίες του δικτύου θα πρέπει να συμπεριληφθεί κι η συμβολή σε μία μεγαλύτερη ενεργοποίηση των αρμόδιων αρχών για την καταγραφή της ρατσιστικής βίας».
Για την εμπρηστική επίθεση στα γραφεία της κοινότητας των Αφγανών, μίλησε ο πρόεδρος της κοινότητας, Τάχερ Αλιζαντέχ επισημαίνοντας ότι «δεν πρόκειται να σταματήσουμε. Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Θέλουμε να ενταχθούν τα μέλη της κοινότητάς μας στην ελληνική κοινωνία».
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει αλληλεγγύη από μία πλευρά της κοινωνίας. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια από τους φορείς και προσδοκούμε ότι η πολιτεία θα συνδράμει αποφασιστικά. Ωστόσο θα πρέπει η πολιτεία να προστατεύσει νομοθετικά τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σημείωσε η Νικολέτα Κυράνα από την «'Αρσις».
Τέλος, το μέλος της «Colour Youth», Θανάσης Θεοφιλόπουλος, υπογράμμισε ότι «πέρα από την αντιμετώπιση των ουσιαστικών αιτιών του φαινομένου της ομοφοβίας, της τρανσοφοβίας και της αμφιφοβίας για την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό για την οποία χρειάζεται μία πολυμετωπική συνεργασία και προσπάθεια από τους φορείς και την πολιτεία, απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να σπάσουν ευκολότερα τη σιωπή τους και παράλληλα να λάβουν τη στήριξη που χρειάζονται. Ορισμένα μόνο από αυτά, είναι η στενή συνεργασία του Παρατηρητηρίου πρόληψης για τη σχολική βία και τον εκφοβισμό του υπουργείου Παιδείας με ΛΟΑΤΚΙ μέλη της κοινωνίας των πολιτών, η κάλυψη αναγκών σε έμψυχο δυναμικό και η συνεχής εκπαίδευσή τους, η εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών από την ΕΛΑΣ για τα εγκλήματα μίσους και η καταγγελία αυτών, η ρητή πρόβλεψη ψυχοκοινωνικής στήριξης των θυμάτων εγκλημάτων μίσους». Καταλήγοντας, ο κ. Θεοφιλόπουλος συμπλήρωσε ότι «θα προσπαθήσουμε από την πλευρά μας να συνεχίσουμε το έργο μας όμως η κύρια ευθύνη βαραίνει την πολιτεία».