«Ελληνική αιχμαλωσία» ως το 2028 ή 4ο Μνημόνιο
Η Wall Street Journal σε δημοσίευμά της με αφορμή τη συνεδρίαση του Eurogroup, τονίζοντας πως η χώρα μας παραμένει ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρωζώνη.
Παράλληλα επισημαίνει την σύγκρουση που υπάρχει μεταξύ Ελλάδα και δανειστών, ενώ περιγράφει τα δύο δυσοίωνα σενάρια για την Ελλάδα, που εξετάζονται και στο αποψινό Eurogroup.
Σύμφωνα με την WSJ η ΕλλάδΑ εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο για την επιβίωση της ευρωζώνης. Κι αυτό γιατί οι συνθήκες στην Ελλάδα υποχρεώνουν την ευρωζώνη να κάνει κάτι που μέχρι στιγμής εμφανίστηκε ανίκανη να κάνει, παρά μόνο υπό συνθήκες ακραίας οικονομικής πίεσης: να λάβει μια συλλογική πολιτική απόφαση» τονίζει.
Όσον αφορά τις δύο εναλλακτικές αναφέρει ότι στην πρώτη επίτευξη συμφωνίας ΔΝΤ – Βερολίνου, με τίμημα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα πέραν του 2018. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την απαίτηση του Βερολίνου για την επίτευξη πρωτογενών πλεονάσματων στο 3,5% και μάλιστα για τα επόμενα δέκα χρόνια μετά το 2018 αναφέρει σε σημερινό της δημοσίευμα και η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
Σε αυτή την περίπτωση το ΔΝΤ θα επιμείνει την νομοθέτηση από την ελληνική πλευρά επαρκών πρόσθετων μέτρων λιτότητας, προκειμένου να πειστεί ότι ο στόχος θα επιτευχθεί. Ωστόσο, όπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα «όπως έχουν τα πράγματα, είναι άδηλο αν οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση να νομοθετήσει περαιτέρω μέτρα λιτότητας, αυξάνοντας την προοπτική νέας πολιτικής αστάθειας».
Το δεύτερο σενάριο είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, ότι το αδιέξοδο να συνεχιστεί μέσα το καλοκαίρι - και μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Έως τότε, η ζημία για την ελληνική οικονομία πιθανότατα θα είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα απαιτηθεί ένα τέταρτο σχέδιο διάσωσης για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ. «Με αμφότερα τα σενάρια διακινδυνεύεται μια επανάληψη της ελληνικής κρίσης του περασμένου έτους. Η Ευρωζώνη διαθέτει πλέον ικανότητα λήψης αποφάσεων για να την σταματήσει;» διερωτάται ο δημοσιογράφος.
Τι μεταδίδει ο Θάνος Αθανασίου από τις Βρυξέλλες
Ο συνεργάτης του Real.gr στις Βρυξέλλες, Θάνος Αθανασίου αναφέρει στην ανάλυσή του ότι το Eurogroup είναι έτοιμο να αναγνωρίσει τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε σχέση με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου ελληνικού προγράμματος με μία συμφωνία, σε επίπεδο προσωπικού, να βρίσκεται προ των πυλών, αρκεί να το θελήσει η ελληνική πλευρά,
Επιπλέον, το Eurogroup θα αποφασίσει να υιοθετήσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, τα οποία θα τεθούν σε εφαρμογή και θα προταθούν στο ΔΝΤ στο πλαίσιο έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, μόλις η κυβέρνηση κλείσει με την Τρόικα τις τελευταίες λεπτομέρειες της συμφωνίας.
Οι 19 υπουργοί θα υιοθετήσουν ανακοίνωση που θα ζητεί από την Ελλάδα να διατηρήσει την κεκτημένη ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων και να διευθετήσει με τους δανειστές τα τρία ανοιχτά θέματα, δηλαδή τα εργασιακά σε σχέση με το όριο απολύσεων και την προέγκρισή τους, τις αλλαγές στην αγορά ενέργειας σε σχέση με τη ΔΕΗ και την ολοκλήρωση των δημοσιονομικών μέτρων για την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% για το 2018 και τις γενικές κατευθύνσεις των υπολοίπων δύο ετών του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Θα δηλώσουν μάλιστα έτοιμοι να συνέλθουν εκ νέου όταν Ελλάδα και κουαρτέτο ολοκληρώσουν το έργο τους, καλώντας όλα τα μέρη να συμβάλουν παραγωγικά στη διαδικασία.
Οι υπουργοί δεν πρόκειται να διευκρινίσουν ρητά, τουλάχιστον με τα ως τώρα δεδομένα, το για πόσα χρόνια θα διατηρηθεί το 3,5%, θα αφήσουν όμως να εννοηθεί ότι το μεσοπρόθεσμο διάστημα δεν μπορεί να είναι λιγότερο της τετραετίας και ενδέχεται να κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στα τέσσερα και τα δέκα χρόνια.
Οι υπουργοί Οικονομικών θα επαναβεβαιώσουν προς την ελληνική πλευρά ότι η μέθοδος που έχει επιλεγεί για την πιστοποίηση της εκπλήρωσής του, μετά και τις αμφιβολίες που εξέφρασε το ΔΝΤ τον περασμένο Απρίλιο, είναι ο αυτόματος μηχανισμός περιορισμού των δημοσιονομικών δαπανών, που έχει ήδη νομοθετηθεί και ο οποίος θα εφαρμοστεί με ό,τι προβλέπει για όλα τα χρόνια που αφορά η συμφωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις Βρυξέλλες είναι ξεκάθαρο πως το γεγονός ότι το ελληνικό πρόγραμμα ολοκληρώνεται το 2018 δε σημαίνει πως τερματίζεται και ο έλεγχος της χώρας ως προς την επίτευξη των στόχων και την πορεία αποπληρωμής του χρέους. Η συμφωνία που έχει κάνει η Ελλάδα είναι πως θα ελέγχεται μέχρι να αποπληρώσει το 75% των δανείων.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα έχει λόγο και δικαίωμα έγκρισης των δημοσιονομικών στόχων όλων των προϋπολογισμών και μετά το 2018 και η Τρόικα θα συνεχίσει να κατεβαίνει στη χώρα δύο φορές το χρόνο, κάτι το οποίο αποκλείει σαφώς την παροχολογία ανεξαρτήτως στόχων .
Οι Ευρωπαίοι δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι το επίπεδο των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα συνεχίζει και είναι παράλογα υψηλό, ενώ οι κοινωνικές μεταβιβάσεις παραμένουν αναποτελεσματικές.
Βεβαίως, χάριν της πολιτικής σταθερότητας και του γεγονότος ότι η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί επιλογή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης δεν μπορούν παρά να αποδεχθούν ότι η Ελλάδα επιθυμεί να κάνει την προσαρμογή της μέσω φορολογικών αυξήσεων και όχι μείωση των δαπανών.
Η κυβέρνηση έχει προειδοποιηθεί ότι αυτό δεν είναι αποτελεσματικό, όμως η επιλογή δεν είναι των Ευρωπαίων. Έτσι ερμηνεύονται και τα όσα είπε σε χθεσινή του συνέντευξη ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος κάθε άλλο παρά όχι λέει στην προαποφασισμένη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, εξηγώντας ωστόσο, όπως είναι λογικό, ότι η χώρα δεν έχει ολοκληρώσει όλες τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Παρομοίως, όταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μιλάει για την Ελλάδα, που ζει πάνω από τις δυνατότητές της, αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες δεν υποστηρίζονται από αντίστοιχο επίπεδο δημοσίων εσόδων ή τα δημόσια έσοδα που συλλέγονται εις βάρος του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και της φορολόγησης της εργασίας.
Όπως όμως παραδέχθηκε και ο επικεφαλής της υποδιεύθυνσης δημοσιονομικής πολιτικής της γενικής διεύθυνσης Οικονομικών της Κομισιόν Λούτσιο Πενς, που μίλησε προσκεκλημένος του προέδρου της κατηγορίας μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Παναγιώτη Γκόφα: «Η Κομισιόν κάνει συστάσεις αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω για τις αποφάσεις των κυβερνήσεων επί της φορολογικής πολιτικής».