Γραφείο Προϋπολογισμού: Από 4,4% ως 9,4% η ύφεση για την ελληνική οικονομία
Ένα βασικό σενάριο ύφεσης από 4,4% έως 9,4% προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής για την ελληνική οικονομία λόγω επιπτώσεων από την πανδημία του κορωνοϊου, υπολογίζοντας ότι τα μέτρα που θα ληφθούν θα φθάσουν 10 δισ. ευρώ.
Η άρση των δεσμεύσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα και η συμμετοχή της χώρας στο προσωρινό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, συγκαταλέγονται στα θετικά για το γραφείο Προϋπολογισμού και συγκεκριμένα για τον επικεφαλής, Φρ. Κουτεντάκη.
Σύμφωνα με τη σύνοψη της έκθεσης:
Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα
Το δεύτερο – και κρισιμότερο – ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας.
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού για τις Οικονομικές Συνέπειες του COVID-19 (Απρίλιος 2020) αναμένεται μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 και σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος και του δημόσιου χρέους. Οι προβλέψεις οικονομικής μεγέθυνσης υποθέτοντας δημοσιονομική επέκταση 10 δις και τρία σενάρια για την ταχύτητα επαναφοράς αναπαράγονται στον παρακάτω πίνακα.
Πηγές του Γραφείου επισημαίνουν την κρίσιμη διάσταση των παρεμβάσεων και των συμφωνιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο τονίζοντας ότι όπως προκύπτει και από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, σε όλες τις χώρες θα υπάρξει σοβαρή δημοσιονομική επιδείνωση και στο μέτωπο των ελλειμμάτων και στο μέτωπο του χρέους.
Οι μεγάλες αβεβαιότητες όπως τις καταγράφει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αφορούν:
• Την ανάπτυξη και διαθεσιμότητα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αξιόπιστων τεστ αντισωμάτων.
• Την ικανότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης να αντιμετωπίσουν την πανδημία.
• Τον χρόνο που θα απαιτηθεί για την ανάπτυξη ασφαλών, αποτελεσματικών εμβολίων.
• Την διάρκεια και αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και άλλων στρατηγικών μετριασμού και περιορισμού της εξάπλωσης.
• Τον βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας και των πολιτικών αντιπαραθέσεων που αναπόφευκτα θα προκληθούν.
• Την ταχύτητα της ανάκαμψης καθώς η πανδημία υποχωρεί.
• Τη διάρκεια ισχύος των δημοσιονομικών και νομισματικών παρεμβάσεων.
• Τον βαθμό στον οποίο θα συνεχιστούν οι μεταβολές που προκαλούνται από την πανδημία στην οικονομική συμπεριφορά.
• Το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της πανδημίας με την ίδια ή και με μεγαλύτερη ένταση τον Οκτώβριο ή και το επόμενο έτος.
Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση της έκθεσης:
«Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών.
Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.
Το δεύτερο – και κρισιμότερο – ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια…»