Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ: Έξι στους δέκα εργαζόμενους δεν ελπίζουν σε αύξηση της αμοιβής τους
Ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον της εργασίας και των αμοιβών τους εξέφρασαν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με την έρευνα γνώμης που διενήργησε η ΓΣΕΕ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εργασίας, αποτιμώντας τους δείκτες κλίματος αναφορικά με τις θέσεις εργασίας
Ειδικά για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο διερευνήθηκαν οι μεταβολές της σχέσης εργασίας μετά την πανδημία, η σχέση της τηλεργασίας με τον χρόνο εργασίας, καθώς και την εργασία στην περίοδο της αναστολής σύμβασης.
Πιο συγκεκριμένα, στα βασικά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται:
- Το 33% των εργαζομένων δήλωσαν ότι έχει μεταβληθεί η σχέση εργασίας τους μετά την πανδημία.
- Το 19% των εργαζομένων δήλωσε ότι μετά την πανδημία συνεχίζει να εργάζεται με τηλεργασία και το 14% με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.
- Κατά το διάστημα της τηλεργασίας, το 35% των απασχολουμένων που εργαζόταν με αυτή την μορφή δήλωσε ότι εργαζόταν περισσότερο χρόνο σε σχέση με το ωράριό του.
- Το 18% των εργαζομένων δήλωσε ότι κατά το διάστημα που η σύμβασή του ήταν σε αναστολή, ο εργοδότης του ζητούσε να εργαστεί.
Περίπου τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους (39%) δηλώνει ότι δεν νιώθει ασφάλεια διατήρησης της θέσης εργασίας του. Σημειώνεται ότι ο δείκτης ασφάλειας της απασχόλησης από τον Μάρτιο του 2020 έχει επιδεινωθεί κατά 17 μονάδες, γεγονός που αναδεικνύει περαιτέρω την μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά εργασίας και τους εργαζόμενους.
Περίπου έξι στους δέκα εργαζόμενους (59%) δεν αναμένουν κάποια θετική εξέλιξη στο μισθό τους, επιβεβαιώνοντας την έλλειψη αισιοδοξίας τους για την εξέλιξη των αμοιβών τους. Ο δείκτης εξέλιξης των αμοιβών έχει επιδεινωθεί κατά 12 μονάδες από τον Μάρτιο 2020.
Είναι ξεκάθαρο πως η εργασία και οι εργαζόμενοι, τονίζει η ΓΣΕΕ, χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη και πως οι σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας θα εντείνονται, όσο επιλέγονται η ημιαπασχόληση, η εργασιακή ευελιξία και οι μειωμένες αμοιβές ως μέσα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και καταπολέμησης της ανεργίας.
Χρειάζεται η πλήρης επαναφορά και ενεργοποίηση των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, του κοινωνικού διαλόγου και η διαμόρφωση ενός πλέγματος ουσιαστικής ενίσχυσης και προστασίας της εργασίας.
Τέλος, χρειάζεται η ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της τηλεργασίας, μετά από εξειδικευμένο κοινωνικό διάλογο, με στόχο την αποτύπωση και ανάδειξη των θετικών και των «γκρίζων» περιοχών της πριν μετατραπεί από ευκαιρία σε ακόμη μια αρνητική παράμετρο για την εργασία.