«Κόπηκε» η «πρόσθετη αμοιβή» του ν.201/1975 στους υπαλλήλους των δημοσίων νοσοκομείων
Το μόνιμο υπαλληλικό προσωπικό όλων των Δημοσίων νοσοκομείων της χώρας (νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, κ.λπ.) από 1.1.1997 δεν δικαιούται να λάβει την πρόσθετη αμοιβή του νόμου 201/1975 που είχε χορηγηθεί ως κίνητρο προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ούτε δικαιούται να λάβει τα αναδρομικά την αμοιβή αυτή για την διετία 1997-1999, αποφάνθηκε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ).
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο ΑΕΔ λόγω των αντιθέτων αποφάσεων που είχαν εκδώσει για το ζήτημα αυτό μεταξύ του Συμβούλιο της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, ο νόμος 201/1975 καθόριζε το πλαίσιο του νοσηλευτικού κ.λπ. προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενώ με το νόμο 2470/1997 «αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης», η ισχύς των διατάξεων του οποίου άρχισε, από 1.1.1997, έγινε η αναμόρφωση του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης και καταργήθηκαν επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις, αλλά παράλληλα, προβλέφθηκαν νέα επιδόματα.
Ακολούθησε ο νόμος 3205/2003 «μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου κ.λπ.» σύμφωνα με τον οποίο τα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, «καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού».
¨Ετσι, ανέκυψε το ζήτημα εάν καταργήθηκε η πρόσθετη αμοιβή και αν «ναι» ποιός είναι το χρονικό σημείο της κατάργησης της, σύμφωνα με τις μεταβολές της νομοθεσίας.
Στο μεταξύ προσέφυγαν στα δικαστήρια νοσηλευτικό προσωπικό (71 άτομα) κρατικού νοσοκομείου και ζητούσαν να τους καταβληθεί νομιμοτόκως, σε καθένα από αυτούς το ποσό των 10.509 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών που προέκυψε από την παράλειψη καταβολής της, κατ’ το νόμο 201/1975, πρόσθετης αμοιβής, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως και 31.12.1999.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ΄ αριθμ. 3/2015 απόφασή της έκρινε ότι «η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε ούτε με το νόμο 2470/1997, ούτε με το ν. 3205/2003 και τούτο διότι η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν συνιστά επίδομα ή ειδική πρόσθετη παροχή, αλλά μέρος των νομίμων αποδοχών που λαμβάνει υπάλληλος νοσηλευτικού ιδρύματος για την απασχόλησή του».
Στην συνέχεια, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε το αντίθετο με την υπ΄ αριθμ. 1472/2016 απόφασή της. Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του νόμου 201/1975, η οποία θεσπίσθηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του νόμου 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της από τις διατάξεις του νόμου αυτού».
Κατόπιν των αντίθετων αποφάσεων το ΑΕΔ με την υπ΄ αριθμ 16/2017 απόφασή του με πρόεδρο τον πρόεδρο του ΣτΕ Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ευθύμιο Αντωνόπουλο, τάχθηκε όπερ των θέσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Το ΑΕΔ έκρινε ότι η επίμαχη πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του νόμου 2470/1997, δηλαδή από 1.1.1997 και το νοσηλευτικό προσωπικό κ.λπ. των Δημοσίων νοσοκομείων δεν δικαιούται νομιμοτόκως το ποσό των 10.509 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών.