Μαζικές προσφυγές στο ΣτΕ κατά των πληρωμών μέσω POS
Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) ζητούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η υπουργική απόφαση που επιβάλει την καθιέρωση των πληρωμών μέσω κάρτας (POS), κάτι που επιφέρει κέρδη στις Τράπεζες από 1% έως 2% του τζίρου των επιτηδευματιών και αντίστοιχη μείωση του εισοδήματός τους.
Υπενθυμίζεται ότι οι συσκευές POS είναι μία διαδικτυακή εφαρμογή που επιτρέπει να δέχεστε πληρωμές μέσω χρεωστικής, πιστωτικής ή προπληρωμένης κάρτας. Δηλαδή, είναι το τερματικό μηχάνημα αποδοχής καρτών από το οποίο πραγματοποιείται η πληρωμή κατά την αγορά αγαθόν. Το σύστημα αυτό είναι διαθέσιμο όλο του 24ώρο και όλες τις μέρες του χρόνου, όπου και αν βρίσκεστε κάποιος ακόμα και εκτός του γραφείου, καταστήματος, κ.λπ., αρκεί να υπάρχει πρόσβαση στο Internet.
Κατ΄ αρχάς, η ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει ότι μέλη της είναι 90 Ομοσπονδίες, 1.100 Σωματεία και 140.000 επιχειρηματίες. Μεταξύ των επιχειρηματιών περιλαμβάνονται επιχειρήσεις που έχουν ετήσιο τζίρο από 2 εκ. ευρώ έως 10 εκ. ευρώ και απασχολούν από μηδέν εργαζόμενους (οι λεγόμενοι αυτοαπασχολούμενοι) έως 49 εργαζόμενους.
Αναφέρεται ότι ο επιτηδευματίας υποχρεούται να υπογράψει σύμβαση με Τράπεζα και να αγοράσει το POS. Οι Τράπεζες για κάθε συναλλαγή μέσω POS λαμβάνει προμήθεια ανάλογα με τον κύκλο των εργασιών της κάθε επιχείρησης, ενώ πλήττονται οι μικρές, πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ήδη πληγεί από την οικονομική κρίση.
Παράλληλα, όμως τα ποσά που κατατίθενται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των επιχειρηματιών, κ.λπ. μπορεί να κατασχεθούν λόγω οφειλών. Και αυτό γιατί, στο κυβερνητικό πλαίσιο για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών στόχων, το Δημόσιο προχώρησε στο μέτρο της κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών ακόμη και για οφειλές χαμηλού ύψους. Έτσι, όποιες πληρωμές γίνονται μέσω POS στις περιπτώσεις οφειλών θα κατάσχονται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πληρώνονται οι εργαζόμενοι, προμηθευτές, η ΔΕΗ, κ.λπ. μιας επιχείρησης, η οποία εκ των πραγμάτων θα οδηγηθεί στο λουκέτο.
Τόσο η επίμαχη από 19.4.2017 υπουργική απόφαση, όσο και ο νόμος 4446/2016 (άρθρο 65) που προβλέπουν την εφαρμογή των POS πλήττουν το δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 5 του Συντάγματος. Αναλυτικότερα, παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία των συμβάσεων και την ελευθερία της επιχειρηματικότητας.
Παράλληλα, όμως η επιβολή του μέτρου αυτού (καθιέρωση POS) δεν έγινε για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Ως λόγος δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να θεωρηθεί η πάταξη της φοροδιαφυγής, αφού αν κάποιος καταναλωτής θέλει να φοροδιαφύγει θα χρησιμοποιήσει μετρητά, ενώ για την πάταξη της φοροδιαφυγής μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα ηπιότερα, πρόσφορα και αποτελεσματικά μέτρα, όπως είναι η ενίσχυση των ελκτικών μηχανισμών και η παροχή κινήτρων έτσι ώστε οι καταναλωτές να ζητούν και να λαμβάνουν παραστατικά για τις συναλλαγές.
Από την πλευρά του ΔΣΑ επαναλαμβάνει τα περί αντισυνταγματικότητας (αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, αντίθεση με τα άρθρα 5 και 20 του Συντάγματος, κ.λπ.) τόσο της υπουργικής απόφασης όσο και του εν λόγω νόμου, ενώ σημειώνει ότι οι δικηγόροι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου4446/2016.
Ακόμη, ο ΔΣΑ επισημαίνει ότι κατά την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών ο δικηγόρος έχει σχέση εντολής με τον εντολέα του. Ο λήπτης, δηλαδή, των νομικών υπηρεσιών δεν είναι καταναλωτής και αντιστοίχως ο δικηγόρος κατά την παροχή των υπηρεσιών δεν είναι «προμηθευτής» εν τη εννοία της νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτών.
Τέλος, ο ΔΣΑ υπογραμμίζει ότι η επιβολή πρόσθετου κόστους στις συναλλαγές των δικηγόρων με τους εντολείς τους, θα μετακυλήσει τους τελευταίους, κάτι που έχει ως συνέπεια την αδικαιολόγητη, πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση και δυσχέρανση της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη για τους πολίτες.