Νέα στοιχεία για τον βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη το 2017
Τρεις κατηγορίες καλούνται να αντικρούσουν με τις έγγραφες εξηγήσεις τους, ενώπιον ανώτερου αξιωματικού της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου, τρεις Ροδίτες και συγκεκριμένα ένας 19χρονος κάτοικος Αρχαγγέλου, ένας 22χρονος κι ένας 23χρονος, κάτοικοι Μασάρων, στο πλαίσιο της κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης, που παρήγγειλε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου, μετά από κατάθεση ενώπιον αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας του Διδυμότειχου, της μητέρας της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, που δολοφονήθηκε στη Ρόδο, κ. Κούλας Αρμουτίδου-Τοπαλούδη.
Πιο συγκεκριμένα η αυτοτελής προκαταρκτική έρευνα, που διενεργείται, αποσκοπεί να διαπιστώσει αν υφίστανται επαρκείς αποχρώσες ενδείξεις για την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος τους για τα αδικήματα του βιασμού, της αθέμιτης αποτύπωσης σε υλικό φορέα μη δημόσιας πράξης και της παράνομης βίας.
Η δικογραφία, που σχηματίζεται, δεν έχει συσχετιστεί, όπως ξανάγραψε η «δημοκρατική» με τις άλλες δύο, που αφορούν την δολοφονία και τον βιασμό της Ελένης με κατηγορούμενους έναν 21χρονο Ροδίτη κι έναν 19χρονο Αλβανό και τον βιασμό από κοινού μιας 19χρονης κοπέλας με ειδικές ανάγκες με κατηγορούμενους τον ίδιο 19χρονο Αλβανό κι έναν 23χρονο αθίγγανο.
Μεταξύ των τριών υποθέσεων, δεν υφίσταται εξάλλου ακόμη κανένας συνεκτικός δεσμός που θα δικαιολογούσε δικονομικά την συσχέτιση.
Θυμίζουμε ότι οι γονείς της Ελένης πιθανολογούν ότι οι τρεις ημεδαποί διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τον 21χρονο Λινδιακό και θεωρούν ότι έδρασαν ως κύκλωμα.
Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε όμως από τις καταθέσεις, ενώ ελέγχεται η πληροφορία που θέλει έναν από αυτούς να φοιτούσε στο ίδιο Γυμνάσιο με τον 21χρονο Ροδίτη, αλλά δεν προέκυψε ότι είχαν επαφές ή φιλικές σχέσεις, πράγμα που φέρεται να επιβεβαιώνεται και από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του 21χρονου Ροδίτη.
Μένει δε να διαπιστωθεί από τον έλεγχο του φορητού υπολογιστή της Ελένης, ο οποίος είναι κλειδωμένος και θα εξεταστεί δεόντως από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών με την συνδρομή στελεχών της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, αν υφίσταται οποιοδήποτε ηλεκτρονικό στοιχείο, που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη βίντεο της Ελένης με τους καταγγελόμενους ή κάποια ηλεκτρονική διεύθυνση, που να παραπέμπει σ’ αυτό.
Πιθανολογείται ωστόσο ότι τέτοιο βίντεο δεν υφίσταται καθώς δεν συνάδει με την λογική να έχουν διαπράξει βιασμό και να «διαφημίζουν» με τον τρόπο αυτό την πράξη τους αναρτώντας το στο διαδίκτυο ή ακόμη αποστέλλοντάς το στην Ελένη για να την εκβιάσουν.
Εξάλλου αν υφίστατο θα ήταν το μόνο πρόσφορο μέσο για τον ποινικό κολασμό της από τους αστυνομικούς στους οποίους απευθύνθηκε το Νοέμβριο του 2017 μια εβδομάδα περίπου μετά το συμβάν ζητώντας την συνδρομή τους.
Με δεδομένο ότι το αδίκημα είναι αυτεπάγγελτο και επισύρει ποινή κάθειρξης 10 ετών θεωρείται ασύνηθες οι αστυνομικοί, που ευρίσκονταν σε υπηρεσία, να μην επιληφθούν σχετικά.
Η όλη υπόθεση δεν είναι επαρκώς «δεμένη», σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «δημοκρατικής» και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι προερχόμενες από τους γονείς καταγγελίες και υποθέσεις, έχουν ως αφετηρία προφορική ενημέρωσή τους από φίλες της Ελένης και συμφοιτήτριες της, ορισμένες εκ των οποίων δόθηκαν κάτω από εξαιρετικά φορτισμένο συναισθηματικά κλίμα την ημέρα της κηδείας της και λίγες μέρες μετά.
Οι συντετριμμένοι γονείς, έπραξαν το αυτονόητο, αν και οι φίλες της Ελένης σε διάφορα στάδια της έρευνας και σε διαφορετικές αρχές (Λιμενικό, Ασφάλεια, Ανακρίτρια) δεν επιβεβαίωσαν ενόρκως τα όσα προφορικά φέρονται να μετέφεραν στην οικογένεια.
Οι λόγοι γι’ αυτό θα αναζητηθούν, αν και μια εξήγηση, φέρει ορισμένες από τις φίλες, συμφοιτήτριες και γνωστούς της Ελένης, που εξετάστηκαν αρχικώς όταν αναζητούντο οι δράστες της δολοφονίας και του βιασμού της, αλλά και ορισμένες μετέπειτα, εισέφεραν με καταθέσεις τους ισχυρισμούς για την δολοφονηθείσα, για τους οποίους πιθανολογείται ότι μετάνιωσαν.
Εξετάζεται εξάλλου αν η αλλαγή αυτή οφείλεται είτε σε φόβο είτε στο ό,τι δεν είναι απολύτως βέβαιες για τα όσα περιγράφουν στις μαρτυρικές καταθέσεις τους.
Πιο συγκεκριμένα η μητέρα της Ελένης κ. Κούλα Αρμουτίδου-Τοπαλούδη ανέφερε μεταξύ άλλων ότι φίλες της Ελένης, που της είχαν τηλεφωνήσει για να την συλλυπηθούν την ενημέρωσαν για τον βιασμό και την παράνομη μαγνητοσκόπησή της από τρεις άνδρες το Νοέμβριο του 2017.
Εξειδίκευσε στην πορεία ότι η 24χρονη φίλη της ήταν εκείνη που την ενημέρωσε πρώτη ότι η Ελένη είχε πέσει θύμα βιασμού το Νοέμβριο του 2017 και της έδωσε τα ονόματα των δύο. Την είχε ενημερώσει επίσης ότι η Ελένη είχε μιλήσει με την μητέρα ενός εκ των τριών και ότι την εκβίαζαν με το ροζ βίντεο.
Η 24χρονη ως μάρτυρας είχε αναφερθεί το πρώτον στο περιστατικό την 3η Δεκεμβρίου 2018 και είχε επισημάνει ότι η δολοφονηθείσα φοβόταν τρία άτομα που εμπλέκονταν σε μια υπόθεση βιασμού εις βάρος της. Είχε τονίσει μάλιστα ότι δεν είχε κάνει μήνυση διότι, όπως της έλεγε, φοβόταν ότι θα της κάνουν κακό.
Σε άλλο στάδιο της έρευνας φέρεται να κατέθεσε ότι μία φορά η Ελένη της είχε αναφέρει, ότι κάποια στιγμή ενώ διασκέδαζε στην Μεσαιωνική Πόλη, είχε γνωρίσει κάποια άτομα που την μετέφεραν στο σπίτι της, είχαν καταναλώσει αλκοόλ και πίστευε ότι την είχαν βιντεοσκοπήσει, ενώ είχαν συνευρεθεί ερωτικά χωρίς να μιλήσει για βιασμό.
Ετερη φίλη και συμφοιτήτριά της 21 ετών, που συνδιασκέδαζε μαζί της την επίμαχη ημέρα εξετάστηκε ως μάρτυρας. Είχε αναφέρει την 1η Δεκεμβρίου 2018, ότι είχε μεταβεί μαζί της στην αστυνομία για να καταγγείλει τον βιασμό και την παράνομη βιντεοσκόπησή της από κάποιους που είχαν βγει το προηγούμενο βράδυ και μετέφεραν αρχικά εκείνη στην οικία της και μετά την Τοπαλούδη. Είχε εκτιμήσει στην ίδια της κατάθεση ότι η Τοπαλούδη υπερέβαλε ως προς τον βιασμό και ότι κυρίως την είχε πειράξει και φοβόταν για τη βιντεοσκόπηση μην μαθευτεί.
Η ίδια μάρτυς κατέθεσε και την 22α Φεβρουαρίου 2019 ενώπιον των αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου και υποστήριξε ότι σε «ελληνάδικο» της Μεσαιωνικής Πόλης στο οποίο διασκέδαζαν βρισκόταν μια παρέα με 3 νεαρούς άνδρες τους οποίους προσέγγισε η Τοπαλούδη και τους ζήτησε να καθίσουν μαζί τους. Κατανάλωσαν αρκετή ποσότητα αλκοόλ, ειδικά η Τοπαλούδη και τα ξημερώματα αναχώρησαν.
Ισχυρίστηκε ότι η φίλη της επέμενε να τους μεταφέρουν στις οικίες τους οι 3 νέοι γιατί δεν ήταν καλά ενώ εντός του αυτοκινήτου η Τοπαλούδη φιλήθηκε με τον ανήλικο της παρέας (17 ετών τότε). Αφησαν την ίδια και μετά κατευθύνθηκαν στην οικία της Τοπαλούδη. Έκτοτε, όπως είπε, δεν μίλησαν για αρκετές ημέρες και της είπε μετά ότι τους είχε καλέσει στην οικία της για καφέ και ότι όταν είχε πάει στην τουαλέτα ο ανήλικος την ακολούθησε και είχαν επαφή.
Αντιλήφθηκε, όπως μετέφερε η φίλη της, ότι ο ένας από τους δύο άλλους νέους είχε μαγνητοσκοπήσει με κινητό του τη σκηνή, ότι του ζήτησε να το διαγράψει κι ότι εκείνος το έκανε αλλά φοβόταν ότι μπορεί να είχε κι άλλη μαγνητοσκόπηση.
Ισχυρίστηκε ότι η Τοπαλούδη της είχε αποκαλύψει ότι είχε επαφή και με τους άλλους δύο, ενώ σε δύο ακόμη φίλες της είχε πει ότι είχε βιασθεί.
Μια εβδομάδα μετά τους ζήτησε και πήγαν όλοι μαζί στην Ασφάλεια για να ενημερώσει και να λάβει πληροφορίες για να προφυλαχτεί από το βίντεο.
Όταν έφυγαν, όπως είπε, φοβόταν για το βίντεο.
Άλλη 22χρονη μάρτυς ενημέρωσε ότι τον Φεβρουάριο του 2018 της είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε βιασθεί από 3 άτομα στην οικία της μετά από βραδινή έξοδο σε κατάσταση μέθης. Της είχε πει ακόμη ότι την είχαν βιντεοσκοπήσει και ότι έκτοτε αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.
Η «δημοκρατική» αναφέρθηκε και σε κατάθεση ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ρόδου μιας 22χρονης φίλης της Ελένης Τοπαλούδη την 1η Δεκεμβρίου 2018 η οποία είπε ότι μαζί με ακόμη δύο φίλες τους, τις οποίες κατονομάζει, το Νοέμβριο του 2017 είχαν μεταβεί στην αστυνομία για να καταγγείλει τον βιασμό της και την παράνομη βιντεοσκόπησή της. Επεσήμανε ότι υπήρξε συνεύρεση μαζί της εντός της οικίας της χωρίς τη συγκατάθεσή της και ότι η καταγγελία έγινε μια εβδομάδα μετά στην αστυνομία και ότι είχε ενημερωθεί ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι γιατί είχε περάσει μεγάλο διάστημα.
22χρονη φίλη της, φοιτήτρια, που κατέθεσε μόλις πρόσφατα στην Αστυνομία, υποστήριξε ότι έτερη φίλη τους της είχε πει ότι η Τοπαλούδη μαζί με την 21χρονη, που εξετάστηκε πρώτη καθώς ήταν το άτομο που διασκέδαζε μαζί της, είχαν γνωρίσει κάτι νέους με τους οποίους έφυγαν από νυχτερινό κέντρο, άφησαν την τελευταία στην οικία της και ακολούθως μετέβησαν στο σπίτι της Ελένης για καφέ. Για το τι είχε συμβεί δεν της ανέφερε λεπτομέρειες αλλά στην πορεία η Τοπαλούδη έλεγε ότι πίστευε ότι την είχαν βιντεοσκοπήσει.
Η μάρτυς αυτή διατείνεται ότι η Τοπαλούδη δεν ανέφερε τίποτε για βιασμό ούτε κι αν έχει δει το βίντεο αυτό.
Επιπλέον καμία εκ των μαρτύρων που μετέβησαν μαζί της στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου μια εβδομάδα μετά το συμβάν δεν γνωρίζει για το περιεχόμενο της συνομιλίας της με τους αστυνομικούς, ούτε κατέθεσε ότι είδε ή γνωρίζει την ύπαρξη βίντεο.
Οι αστυνομικοί κατέθεσαν ότι δεν τους καταγγέλθηκε βιασμός αλλά τους ζητήθηκαν πληροφορίες για τα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει η ίδια για την αποτροπή των τριών ανδρών από την δημοσιοποίηση του βίντεο.
Από εκεί και πέρα ένα στοιχείο που θα διερευνηθεί είναι ο ισχυρισμός μιας φίλης της Ελένης ότι φοβούμενη για την ύπαρξη βίντεο είχε συνομιλήσει με την μητέρα ενός εκ των καταγγελλομένων.
Οι αστυνομικοί ερευνούν αν πράγματι υπήρξε τέτοια συνομιλία και το περιεχόμενο αυτής καθώς μάλιστα υπάρχει πληροφορία που θέλει την μητέρα ενός εκ των καταγγελλομένων να είχε επιληφθεί αφού ενοχλήθηκε από την Ελένη και στην πορεία να την διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει βιντεοσκοπημένο υλικό. Ελέγχεται επιπλέον πληροφορία που θέλει την μητέρα να είχε γίνει φίλη με την Ελένη και στο facebook.
Σε κάθε περίπτωση το τι ακριβώς συνέβη την επίμαχη ημέρα στην οικία της Ελένης δύσκολα θα ξεκαθαρίσει μετά τις εξηγήσεις των τριών ημεδαπών.
Το αν ασκήθηκε βία, δεν επιβεβαιώνεται φυσικά από ιατροδικαστική εξέταση, σημαντικό σε εγκλήματα του είδους για την άσκηση της προσήκουσας δίωξης αλλά δεν επιβεβαιώνεται και από τις φίλες της, που δεν μίλησαν για εμφανή σημάδια πάλης ή βίας στην Ελένη μετά το συμβάν σε καταθέσεις τους.
Το αν οι τρεις νέοι εκμεταλλευόμενοι την μέθη της, ήλθαν σε επαφή μαζί της αυτό είναι ακόμη ένα θέμα που θα διερευνηθεί αρμοδίως, όπως και η πιθανολόγηση της μητέρας της ότι κάτι είχαν ρίξει στο ποτό της.
Πηγή: dimokratiki.gr