Νέες συνταρακτικές αποκαλύψεις για τη διπλή δολοφονία
Για το ανήλικο παιδί των θυμάτων το οποίο είχε κλειδώσει στο κελάρι του σπιτιού προόριζε το σάντουιτς που ζήτησε από τη συμβία του να φτιάξει ο Λοΐζος Τζιωνής, καθώς θα ξαναπήγαινε στο σπίτι μετά που είχε διαπράξει το άγριο φονικό, προκειμένου να ψάξει για τα χρήματα που γνώριζε ότι υπήρχαν. Μαζί του πριν τη διάπραξη του εγκλήματος είχε πάρει και ένα tablet το οποίο θα χρησιμοποιούσε για να βγάλει φωτογραφίες των θυμάτων, ενώ το χρηματοκιβώτιο γνώριζε πού ήταν, καθώς και ότι σε αυτό υπήρχε το ποσό των 800.000 ευρώ.
Ο ίδιος πιεζόταν από χρέη που είχε δημιουργήσει σε προμηθευτή ναρκωτικών, ενώ γενικά ο 33χρονος φέρεται να τελούσε σε μια παρανοϊκή κατάσταση.
Τα στοιχεία που αποκάλυψε ο «Π» για το διπλό φονικό είναι συνταρακτικά και προέρχονται από την κατάθεση του ετεροθαλούς αδελφού του Λοΐζου Τζιωνή, του 23χρονου Λευτέρη Σολωμού, τα οποία φαίνεται να ενισχύουν τους ισχυρισμούς της 21χρονης Σάρα Σιάμς, δηλαδή της συμβίας του Τζιωνή, ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτόν λόγω συστηματικής κακοποίησής της.
Αναφέρει ότι ο Τζιωνής τον είχε πάρει έξω από το σπίτι των θυμάτων όταν ακόμα ήταν σε ηλικία 16,5-17 ετών, του είπε ότι σε κρύπτη στο πάτωμα του ερμαριού του κυρίως υπνοδωματίου υπάρχει ένα χρηματοκιβώτιο με 800.000 ευρώ, ότι στο σπίτι υπήρχαν και πολλά χρυσαφικά και ότι θα τα έκλεβε. Του υπέδειξε επίσης ένα κλειδί λέγοντάς του ότι είναι της κουζίνας του σπιτιού και ζητούσε να τον βοηθήσει να το κλέψουν. Ο ίδιος, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, του ξεκαθάρισε έκτοτε ότι δεν θα ήθελε να συμμετάσχει και από τότε δεν ξανάγινε κουβέντα, αλλά ούτε και ξαναείδε εκείνο το κλειδί.
Είχε εφιάλτες
Επανερχόμενος στο παρόν, ο 23χρονος αναφέρει ότι στις αρχές Απριλίου τον πήρε τηλέφωνο η 21χρονη και του ζήτησε να βρεθούν, καθώς ήθελε να μιλήσουν για τον Τζιωνή. Η συνάντηση αυτή έγινε στο χωριό όπου διαμένουν οι γονείς του και εκεί η 21χρονη του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ο Τζιωνής έκρουσε από την πολλή κόκα». Ειδικότερα του εξήγησε πως έλεγε ότι μιλά με τον Θεό, ότι τον έβλεπε τη νύχτα μπροστά του και δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ότι υπήρχαν βράδια που ξυπνούσε απότομα και καταϊδρωμένος. Ακόμα του ανέφερε ότι κοιμόταν έχοντας το σπαθί και το μαχαίρι πάντα δίπλα του, πως όταν ξυπνούσε απότομα, άνοιγε το παράθυρο και κοίταγε έξω, ενώ την ίδια δεν την άφηνε να πλησιάσει όταν το παράθυρο ήταν κλειστό.
Στις 16 Απριλίου (δηλαδή 2 ημέρες πριν το έγκλημα) βγήκε από τον στρατό και πήγε στο σπίτι του παππού του, όπου βρήκε και πάλι κτυπημένη την 21χρονη και κατάλαβε ότι «την είχε σπάσει και πάλι στο ξύλο».
Τις ώρες που προηγήθηκαν του εγκλήματος της 18ης Απριλίου και αφού ο ίδιος, όπως και η 21χρονη, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, ο Τζιωνής τηλεφώνησε στον 22χρονο Μάριο Χ’’ Ξενοφώντος τον οποίο ο ίδιος είδε για πρώτη φορά, ώστε να κάνουν μαζί τη «δουλειά». Ευρισκόμενοι στο υπνοδωμάτιο, ο 22χρονος δέχθηκε λέγοντας ότι και εκείνος χρειαζόταν άμεσα τουλάχιστον 800-1.000 ευρώ για χρέος προς τους προμηθευτές του και τότε ο Τζιωνής τον έβαλε να διαλέξει ένα από τα μαχαίρια που έθεσε ενώπιόν του. Εκείνο που διάλεξε ο 22χρονος το έκρυψε στο σάλι που του έδωσε ο Τζιωνής, ενώ άκουσε τον αδελφό του να λέει πως εάν χρειαζόταν θα σκότωνε. Η φράση αυτή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ειπώθηκε στην απουσία της 21χρονης, ενώ περαιτέρω ο 23χρονος υποστηρίζει ότι επειδή ούτε ο ίδιος ούτε η Σάρα τον πίστευαν ότι είχε τέτοιες προθέσεις όταν το επανέλαβε, πήρε μαζί του το δικό της τάμπλετ για να βγάλει φωτογραφίες.
Ο ίδιος έφυγε ακολούθως από το σπίτι και όταν επέστρεψε κατάλαβε ότι ο αδελφός του και ο 22χρονος βρίσκονταν υπό την επήρεια ουσιών αφού «και των δύο τα μάτια γυάλιζαν από την κόκα» και ότι ετοιμάζονταν για τη «δουλειά». Όταν οι δυο τους έφυγαν και έμεινε με την 21χρονη παρακολουθώντας τηλεόραση, δέχθηκαν κάποια στιγμή τηλεφώνημα από τον Τζιωνή ο οποίος τους ζητούσε να πάνε να τον παραλάβουν και τότε κατάλαβε ότι κάτι δεν θα πήγε καλά. «Αυθόρμητα», όπως υποστηρίζει, ξεκίνησαν με την 21χρονη για να πάνε στο σπίτι, επειδή όμως δεν ήθελε να μπλέξει ούτε την ίδια ούτε τον εαυτό του, την οδηγούσε αλλού. Ενώ διακινούνταν στη λεωφόρο Αθαλάσσας, τους ξαναπήρε ο Τζιωνής να επιστρέψουν στο σπίτι, πράγμα που έκαναν.
Αργότερα και ενώ με την 21χρονη βρίσκονταν σε διπλανά δωμάτια, άκουσαν κάποιον να κτυπά το τζάμι του υπνοδωματίου της, να λέει ότι είναι ο Λούης και να τους ζητά να μην ανάψουν φως αλλά σόμπα ώστε να υπάρχει χαμηλότερος φωτισμός. Όταν η 21χρονη του άνοιξε, ο Τζιωνής τη ρώτησε εάν θα τον εγκατέλειπε αν έκανε κάτι κακό, ενώ ακολούθως ο ίδιος του άνοιξε την πόρτα και εισήλθε στο σπίτι, για να ρωτήσει ο 33χρονος τη συμβία του το ανατριχιαστικό, εάν «αναγνωρίζει τη μυρωδιά των αιμάτων». Ο ίδιος εξέλαβε το αίμα ως προερχόμενο από ζώο, ενώ ακολούθως ο Τζιωνής τον κάλεσε να τον βοηθήσει να κρύψει τα ρούχα που φορούσε.
Ξαναμπαίνοντας στο σπίτι, ο Τζιωνής κάθισε και έτρωγε «ήρεμα μέσπιλα» και εν συνεχεία τους αποκάλυψε ότι είχε σκοτώσει το ζεύγος, περιγράφοντάς τους μάλιστα και τον τρόπο. Τους είπε επίσης ότι στο σπίτι υπήρχε και ένα παιδί το οποίο δεν σκότωσε επειδή έχει και ο ίδιος μωρό και ότι θα πήγαιναν πάλι πίσω για να ψάξουν αυτήν τη φορά για το χρηματοκιβώτιο. Μάλιστα, ζήτησε από τη συμβία του να του φτιάξει ένα σάντουιτς για να το πάρει στο παιδί να το φάει, ενώ από τον ίδιο ζήτησε να τον βοηθήσει με ένα μικρό βαν που είχε βάλει στόχο για μεταφορά των κλοπιμαίων. Αρνήθηκε και πάλι και έφυγε από το σπίτι χωρίς να γνωρίζει τι έγινε στη συνέχεια, ενώ τα καθέκαστα τα πληροφορήθηκε αργότερα από την τηλεόραση. Στο μεταξύ, ο Τζιωνής φαίνεται να είχε επιστρέψει στη σκηνή του εγκλήματος για τα κλοπιμαία, αλλά προφανώς υπήρχε ήδη Αστυνομία αφού το παιδί είχε καταφέρει να αποδράσει.
Ο Λευτέρης Σολωμού ισχυρίζεται επίσης πως όταν πλέον ο Τζιωνής πήρε την 21χρονη και κρύβονταν σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και χωράφια, είχε πάρει μήνυμα στο κινητό του από άγνωστο αριθμό το οποίο ανέγραφε «SOS» και κατάλαβε ότι προερχόταν από τη Σάρα η οποία φαίνεται να χρησιμοποίησε τηλέφωνο του Τζιωνή. Ωστόσο το μήνυμα αυτό το έσβησε πάνω στην ταραχή του για τα όσα συνέβαιναν και για να αποφύγει να έχει στοιχεία που σχετίζονταν με την υπόθεση.
Ο Σολωμού, στη διάρκεια των ανακριτικών του καταθέσεων, είχε ζητήσει να γράψει και κάποια πράγματα χειρόγραφα για να μην ταλαιπωρεί τους ανακριτές, αναφέροντας στο τέλος ότι ξέρει πως έκανε λάθος όταν άκουγε να συζητούν μπροστά του για ένα έγκλημα και δεν έκανε κάτι για να το αποτρέψει και ότι μακάρι να μπορούσε να γυρνούσε ο χρόνος πίσω για να διόρθωνε το λάθος του.
politis.com.cy