ΟΟΣΑ: Οι Έλληνες ζουν περισσότερο από τον μέσο όρο των Ευρωπαίων
Έχει προσδόκιμο ζωής 81,4 χρόνια, λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο των Ευρωπαίων: αυτό είναι το θετικό στοιχείο από το προφίλ του Έλληνα όπως προκύπτει από τη μεγάλη πανευρωπαϊκή έκθεση «Η κατάσταση της υγείας στην ΕΕ: Ελλάδα, Προφίλ Υγείας 2019», που εκπονήθηκε από τον ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (European Observatory on Health Systems and Policies), σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το αρνητικό είναι «βαρύτερο» σε ποιότητα ζωής και κόστος για το σύστημα υγείας: ο Έλληνες «πλήττεται» ακόμη και καταλήγει κυρίως από εγκεφαλικά επεισόδια, ισχαιμική καρδιοπάθεια και καρκίνο του πνεύμονα. Μάλιστα, οι δύο πρώτες ασθένειες αποτελούν σταθερά τις κύριες αιτίες θανάτου των Ελλήνων τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αν και σημειώνεται στην έκθεση η μείωση των συγκεκριμένων θανατηφόρων περιστατικών κατά το διάστημα αυτό.
Ειδικότερα, αναφέρεται στην έκθεση ότι το προσδόκιμο ζωής, στα 81,4 έτη, των Ελλήνων, είναι λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν ανισότητες όσον αφορά την υγεία, ανάλογα με το φύλο και την κοινωνική θέση. Έτσι, διευκρινίζεται στην έκθεση πως το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί με ελαφρώς ταχύτερους ρυθμούς για τους άνδρες, ενώ παρέμεινε στάσιμο για τις γυναίκες κατά τα τελευταία έτη, με αποτέλεσμα να παρατηρείται διαφορά περίπου πέντε ετών μεταξύ των φύλων. Συνεπώς, το προσδόκιμο ζωής «κλειδώνει» στα 81,4 έτη για τους άνδρες και στα 76,4 για τις γυναίκες στην Ελλάδα.
Ανισότητες παρατηρούνται επίσης όσον αφορά στο προσδόκιμο ζωής και λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Το 2016 η διαφορά όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 30 ετών μεταξύ των ατόμων με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 6 έτη για τους άνδρες και 2,4 έτη για τις γυναίκες – σημειώνεται πως το μέγεθος αυτό είναι μικρότερο από τους μέσους όρους στην ΕΕ (7,6 και 4,1 για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντίστοιχα). «Η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τα διαφορετικά επίπεδα έκθεσης στους παράγοντες κινδύνου και τον διαφορετικό τρόπο ζωής, όπως πχ υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος στους άνδρες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο» σημειώνεται στην έκθεση.
«Ζουν επικίνδυνα» οι Έλληνες: ποιους παράγοντες κινδύνου «βάζουν» συστηματικά στη ζωή τους
Τέσσερις στους δέκα Έλληνες πεθαίνουν από αιτίες που συσχετίζονται άμεσα με τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο ζωής τους, όπως πχ είναι το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η κατανάλωση αλκοόλ, η καθιστική ζωή κα., με όσα αυτά συνεπάγονται.
Όπως περιγράφεται στην έκθεση «το 42% των θανάτων στην Ελλάδα μπορεί να αποδοθεί σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου (πάνω από το 39% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ), με το κάπνισμα να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις ενηλίκους καπνίζουν σε καθημερινή βάση, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Τα υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας αποτελούν επίσης πηγή ανησυχίας, όπως και η έλλειψη άσκησης των παιδιών. Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά βλαβών που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ αποτυπώνουν τη χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ από τους ενηλίκους, ωστόσο η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ στα παιδιά σημειώνει άνοδο».
Η επίπτωση του τσιγάρου
Επίσης, το 1/5 του συνόλου των θανάτων το 2017 οφείλονταν στο κάπνισμα (συμπεριλαμβανομένου τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού καπνίσματος). Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο, με ποσοστά που παραμένουν σταθερά με την πάροδο του χρόνου - ήταν στην έκτη υψηλότερη θέση στην ΕΕ το 2016.
Η θνησιμότητα από καρκίνο του παγκρέατος και ορθοκολικό καρκίνο έχει επίσης αυξηθεί από το 2000 και μετά. Οι θάνατοι από διαβήτη και χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν αυξανόμενο πρόβλημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες στη χώρα μας.
Ενώ τα επίπεδα παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αυτή η αύξηση θεωρείται πως μπορεί να αποτελεί ένδειξη αδυναμιών στην περίθαλψη όσον αφορά τις χρόνιες παθήσεις. Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι δεν πάσχουν από χρόνια νόσο (47 %) είναι παρόμοιο με τον μέσο όρο της ΕΕ (46 %), όμως ένα μικρότερο ποσοστό αναφέρει ότι αντιμετωπίζει περιορισμούς σε βασικές καθημερινές δραστηριότητες, όπως το ντύσιμο και το ντους (1 στους 9 Έλληνες ηλικίας 65 ετών και άνω, έναντι 1 στους 6 στην ΕΕ).
Οι χρόνιες παθήσεις δυστυχώς διατηρούν υψηλή θέση στη ζωή των Ελλήνων. «Πολλά έτη ζωής μετά την ηλικία των 65 ετών διάγονται με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες» τονίζεται στην έκθεση. Και με δεδομένο πως αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής και μειώνονται οι δείκτες γονιμότητας, προβλέπεται πως το ποσοστό του 22 % των Ελλήνων που είναι σήμερα ηλικίας 65 ετών και άνω, θα φτάσει το 34% έως το 2070. Ένας στους 3 Έλληνες θα είναι δηλαδή ηλικίας άνω των 65 χρόνων – έναντι 1 στους 5 που είναι σήμερα.