Σε δίκη παραπέμπονται ο πρώην και ο νυν δήμαρχος Καλαμαριάς
Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης παραπέμπονται να δικαστούν ο πρώην δήμαρχος Καλαμαριάς, Χριστόδουλος Οικονομίδης, αλλά και ο νυν δήμαρχος Θεοδόσης Μπακογλίδης.
Οι δυο άνδρες κατηγορούνται για την φερόμενη παράνομη παραχώρηση εκμετάλλευσης ακινήτου του δήμου σε δημοτική επιχείρηση, που είχε ως συνέπεια να χαθούν - το διάστημα 2002 έως 2011 - μισθώματα συνολικού ύψους 515.000 ευρώ.
Μαζί τους παραπέμπονται να δικαστούν στο ίδιο δικαστήριο άλλα οκτώ άτομα, μεταξύ αυτών δύο πρώην γενικοί γραμματείς του δήμου, τρεις αντιδήμαρχοι Οικονομικών της περιόδου εκείνης, ο τότε γενικός διευθυντής των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών του δήμου και δύο προϊστάμενοι οικονομικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με το υπ' αριθμόν 298/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, άπαντες κατηγορούνται για απιστία στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βάρος ΟΤΑ, πράξη που συνοδεύεται από τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608 περί καταχραστών του Δημοσίου.
Με το ίδιο βούλευμα, το δικαστικό συμβούλιο έκανε δεκτό το αίτημα του νυν δημάρχου Θεοδ. Μπακογλίδη, να αρθεί ο περιοριστικός όρος της παροχής χρηματικής εγγύησης (ύψους 10.000 ευρώ) που του είχε επιβληθεί μετά την ανάκριση, καθώς, όπως υποστήριξε ο ίδιος, η διατήρηση του όρου σε περίπτωση παραπομπής στο ακροατήριο - όπως συνέβη τώρα - θα είχε σαν αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη θέση του σε αργία από τη θέση του δημάρχου.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκονται δύο αίθουσες δεξιώσεων που στεγάζονται σε σύγχρονη οικοδομή, στην περιοχή των δημοτικών κοιμητηρίων Καλαμαριάς. Το οίκημα κατασκευάστηκε το 2002 με δαπάνη του δήμου, αλλά δεν καταχωρήθηκε ποτέ στο Κτηματολόγιο.
Όπως αναφέρεται στο βούλευμα, τις δυο αίθουσες δεξιώσεων νέμεται από την κατασκευή τους η Δημοτική Επιχείρηση Τελετών και Αρωγής Καλαμαριάς χωρίς να έχει υπάρξει νόμιμη παραχώρηση δικαιώματος επ' αυτών από το δήμο. Η δε δημοτική επιχείρηση - κατά το βούλευμα - προέβη σε εκμίσθωση των αιθουσών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, εισπράττοντας για λογαριασμό της τα μισθώματα, αντί του δήμου που δικαιούται να τα εισπράττει.
Την ίδια ώρα, η δημοτική αρχή κατηγορείται πως υπέγραφε χρηματικά εντάλματα για την πληρωμή των παγίων τρεχόντων εξόδων των δύο αιθουσών, όπως λογαριασμούς ρεύματος και ύδρευσης, δαπάνες θέρμανσης, κοινόχρηστα κ.ά, καλύπτοντας τα λειτουργικά έξοδα του μισθωτή με χρήματα του δήμου.
Όπως περιγράφεται, τα έσοδα της δημοτικής επιχείρησης εξασφάλιζαν μία εύκολη «δεξαμενή» χρημάτων την οποία χρησιμοποιούσε η ηγεσία του δήμου κατά το δοκούν για δικούς της σκοπούς (κυρίως ψηφοθηρικούς), χωρίς κανέναν έλεγχο.
Η υπόθεση άρχισε να ερευνάται από οικονομικούς επιθεωρητές ύστερα από καταγγελίες που προηγήθηκαν.