Στην αντεπίθεση η πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Απάντηση εφ' όλης της ύλης έδωσε πριν από λίγο με τρισέλιδη ανακοίνωση που εξέδωσε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σχετικά με τα κρίσιμα ζητήματα που ανέκυψαν τους τελευταίους μήνες στην Δικαιοσύνη.
Οπως επισημαίνει η κα Θάνου προχώρησε σε αυτή την απάντηση καθώς η παραπληροφόρηση σχετικά με το πρόσωπο της είναι ευρεία καθώς όπως λέει κάποιοι ενοχλούνται γιατί κάνει το καθήκον της εμποδίζοντας την διαπλοκή.
Η κα Θάνου αναφέρεται στο θέμα του πειθαρχικού ελέγχου και της δυνατότητας που της δίνει ο νέος νόμος να εκκινεί πειθαρχική διαδικασία σε βάρος δικαστών ή εισαγγελέων ενώ σημειώνει για την περίπτωση της εισαγγελέως εφετών Γ.Τσατάνη ότι ουδόλως κινήθηκε από μεροληψία αλλά παρόλα αυτά για να προστατεύσει το κύρος της δικαιοσύνης διαβίβασε την πειθαρχική έρευνα σε αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου. Η κα Θάνου αναφέρεται και στο θέμα της μήνυσης σε βάρος του συνταγματολόγου Σταύρου Τσακιράκη υποστηρίζοντας ότι ακόμη και ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί να καταθέσει μήνυση σε βάρος ενός πολίτη όταν αυτός υπερβαίνει το Σύνταγμα και τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης.
Ολόκληρο το κείμενο της απάντησης της προέδρου του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:
«Με αφορμή τις συνεχιζόμενες βολές κατά του θεσμού του Προέδρου του Αρείου Πάγου, από ορισμένα πρόσωπα, τα οποία παραπληροφορούν τους ́Ελληνες πολίτες, προσπαθώντας να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους προς τον θεσμό και προς το πρόσωπό μου, επειδή, προφανώς, «ενοχλούνται», διότι, με την ευσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων μου, εμποδίζω μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα, επιβάλλεται να επισημάνω τα εξής:
Α) Σχετικά με την αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου:
1. Αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης, (κατά το άρθρ. 99 παρ. 1 Κώδικα Οργανισμού ∆ικαστηρίων – Ν. 1756/1988) διαθέτουν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο Προϊστάμενος Επιθεώρησης για όλους τους ∆ικαστικούς Λειτουργούς (∆ικαστές και Εισαγγελείς), καθώς και οι Πρόεδροι Εφετών, ∆ιευθύνοντες τα Εφετεία, για τους ∆ικαστές της Περιφέρειάς τους και οι Εισαγγελείς Εφετών, ∆ιευθύνοντες τις Εισαγγελίες, για τους Εισαγγελείς της Περιφέρειάς τους. Με το Ν.4356/2015, άρθρ. 46 παρ. 3, προστέθηκε και η αρμοδιότητα του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Ευλόγως, επομένως, προκύπτει το ερώτημα, ποιοί και γιατί ενοχλούνται, επειδή, πέραν του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και του Προϊσταμένου Επιθεώρησης απέκτησε αρμοδιότητα και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Επίσης, σαφώς προκύπτει από το κείμενο του νόμου ότι όλα τα έχοντα αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης όργανα είναι μονοπρόσωπα και είναι απολύτως ανακριβές ότι μέχρι τώρα το δικαίωμα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου είχαν μόνον πολυπρόσωπα όργανα, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, στα πλαίσια της προσπάθειας παραπληροφόρησης.
2. Απολύτως ανακριβές, επίσης, είναι ότι η Πρόεδρος, η οποία ασκεί την πειθαρχική δίωξη, στη συνέχεια κρίνει τον ελεγχόμενο, συμμετέχοντας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεδομένου ότι «δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο, για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης, εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν ενεργήσει την ανάκριση, στην ίδια πειθαρχική υπόθεση.» (άρθρ. 97 παρ. 5 του ιδίου ως άνω νόμου).
Β. Σχετικά με την από μέρους μου άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά της Εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη:
1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχει το δικαίωμα (άρθρ. 99 παρ. 9 του ιδίου ως άνω νόμου) να ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται είτε με εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό, ανώτερο κατά βαθμό από τον ελεγχόμενο, είτε από τον ίδιον, αυτοπροσώπως, όπως έπραξα στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας που είχε λάβει η υπόθεση αυτή και του μεγάλου κοινωνικοοικονομικού ενδιαφέροντος των υποθέσεων, που χειρίσθηκε η ελεγχόμενη.
2. Συνεπώς, οι επικαλούμενοι ως λόγοι εξαίρεσης, που δημιουργούν δήθεν υπόνοια μεροληψίας σε βάρος μου, ότι δηλαδή ανέλαβα η ίδια την διενέργεια της πειθαρχικής έρευνας, μετά από «υπόδειξη» από τους Κύπριους αξιωματούχους, ή ότι έχω σχέση γνωριμίας μαζί τους ένεκα της ιδιότητάς μου, ως πρώην Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, ή ότι διατηρώ σχέση υπηρεσιακής συνεργασίας με τον Αναπληρωτή Υπουργό ∆ικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλο, δεν χρήζουν καν απάντησης, διότι εάν οι τυπικές υπηρεσιακές σχέσεις ή η απλή γνωριμία εκτιμηθούν ως λόγοι εξαίρεσης, τότε όλοι οι ∆ικαστικοί Λειτουργοί θα πρέπει να εξαιρούνται. Οι λοιποί λόγοι εξαίρεσης έχουν κριθεί νόμω αβάσιμοι από τη νομολογία (ΑΠ 1080/2010), πέραν του ότι είναι παντελώς αβάσιμοι κατ ́ ουσία και ανακριβείς, όπως ανακριβέστατος είναι και ο λόγος ότι δήθεν συνομολόγησα ότι η προς εκείνη επιδοθείσα κλήση για γραπτές εξηγήσεις ήταν αόριστη.
3. Ωστόσο, πέραν του αβασίμου και της καταχρηστικότητας της εν λόγω αίτησης εξαίρεσης, και παρά το γεγονός ότι ουδεμία έχθρα ή αντιπάθεια είχα ουδέποτε με την ελεγχόμενη, με την οποία, αντιθέτως, διατηρούσα πάντοτε πολύ καλές υπηρεσιακές σχέσεις και ουδεμία, επίσης, ιδιαίτερη σχέση έχω με τους ασκήσαντες τις αναφορές Κυπρίους αξιωματούχους, εν τούτοις, προς διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας τόσο της θεσμικής μου θέσης, όσο και της ∆ικαιοσύνης γενικότερα, ανέθεσα σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου την περαιτέρω διενέργεια της πειθαρχικής εξέτασης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος.
Γ. Σχετικά με την μήνυση κατά του Καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη.
Είναι καταφανές ότι έχει πέσει στο κενό η συνεχιζόμενη προσπάθεια ορισμένων προσώπων να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν δικαιούται να καταμηνύσει κάποιον, όταν αυτός υπερβαίνει τα οριζόμενα από το Σύνταγμα και τους νόμους όρια της ελευθερίας της έκφρασης και κατά τρόπο απρόκλητο, προσβάλλει την προσωπικότητά της, με φράσεις εξυβριστικές και μειωτικές και η εμμονή τους αυτή δημιουργεί ευλόγως σκέψεις και ερωτηματικά, για το ποιός είναι ο πραγματικός τους στόχος, όπως επίσης, δημιουργούν ερωτηματικά όσοι προφασίζονται ότι δεν κατανοούν ότι η Πρόεδρος, με το αποσταλέν έγγραφό της, ασφαλώς δεν έκανε παρέμβαση στον Κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι συγκεκριμένο κόμμα της ήσσονος αντιπολίτευσης εξέδωσε δελτίο τύπου, για υπόθεση που αποτελεί προσωπική-ιδιωτική διαφορά.
Τέλος ∆ιαβεβαιώνω τους ́Ελληνες πολίτες ότι πρέπει να συνεχίσουν να εμπιστεύονται τους ́Ελληνες ∆ικαστικούς Λειτουργούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ασκούν το λειτούργημά τους με ακεραιότητα και σοβαρότητα, έχοντας πλήρη συναίσθηση των καθηκόντων τους και διαθέτουν το σθένος, ώστε να αγνοούν τις τυχον παρεμβάσεις ή πιέσεις, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται.
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου»