Ανακαλύφθηκαν γονίδια που σχετίζονται με τον πρόωρο τοκετό
Αμερικανοί ερευνητές εντόπισαν γονιδιακές περιοχές που σχετίζονται με τον πρόωρο τοκετό και πιστεύουν ότι ίσως ανοίξει ο δρόμος για νέους τρόπους πρόληψης του, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο New England Journal of Medicine.
Τα πρόωρα νεογνά, δηλαδή αυτά που έχουν γεννηθεί πριν την 37η εβδομάδα κυοφορίας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου, ενώ όσα επιβιώνουν συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας δια βίου.
Οι επιστήμονες μελέτησαν το DNA και άλλα στοιχεία που αφορούσαν περισσότερες από 50.000 γυναίκες από τις ΗΠΑ και χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι εντόπισαν έξι γονιδιακές περιοχές που επηρεάζουν τη διάρκεια της κύησης και τη στιγμή του τοκετού.
Η μια από αυτές τις γονιδιακές περιοχές περιλαμβάνει κύτταρα του τοιχώματος της μήτρας τα οποία παίζουν ρόλο στην διάρκεια της κύησης. Οι επιστήμονες ελπίζουν να μπορέσουν να την αξιοποιήσουν για να αναπτύξουν φάρμακα που θα προλαμβάνουν τον πρόωρο τοκετό.
Επίσης οι ερευνητές επανεξετάζοντας στοιχεία από άλλες μελέτες διαπίστωσαν ότι η ανεπάρκεια σεληνίου επηρεάζει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Το σελήνιο περιέχεται στα φιστίκια, τον τόνο, το μοσχαρίσιο συκώτι, τις σαρδέλες και σε ορισμένα είδη κρέατος.
«Τα νέα στοιχεία είναι σημαντικά και θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στη μείωση των νεογνικών θανάτων, ώστε να δοθεί σε κάθε παιδί η ευκαιρία να μεγαλώσει σωστά», σχολιάζει ο Τρεβορ Μαντελ, πρόεδρος του Τμήματος Παγκόσμιας Υγείας του Ιδρύματος Bill & Melinda Gates σε ανακοίνωση που εξέδωσε η μη κερδοσκοπική οργάνωση March of Dimes.
Και συμπληρώνει ότι, «όχι μόνο η μελέτη ανέδειξε γονίδια σχετικά με τον πρόωρο τοκετό αλλά και μια χαμηλού κόστους λύση, τα συμπληρώματα σεληνίου, που αν όντως αποδειχθεί η συμβολή τους στην πρόληψη του πρόωρου τοκετού, θα σωθούν εκατομμύρια ζωές.
Ο συγγραφέας της μελέτης Δρ Λουις Μουγκλια, κύριος ερευνητής στο Ερευνητικό Κέντρο Προωρότητας της March of Dimes προσθέτει ότι «είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι ο πρόωρος τοκετός είναι συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το 30-40% του κινδύνου αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες. Η νέα μελέτη παρέχει ισχυρές αποδείξεις για το ποιοι μπορεί να είναι μερικοί εξ αυτών».