Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που θα αντιμετωπίσουν αυξημένη λειψυδρία στο μέλλον
Η Ελλάδα και οι άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος), αλλά και η Τουρκία, προβλέπεται να αντιμετωπίσουν αυξημένες ελλείψεις νερού, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η έρευνα - που αξιολογεί τις μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, των αλλαγών στις χρήσεις γης και των συνηθειών στην κατανάλωση του νερού- εκτιμά ότι ενώ από τη μία θα υπάρχουν αυξημένες πλημμύρες, από την άλλη θα επιδεινώνεται η λειψυδρία, ιδίως τα καλοκαίρια. Οι συνέπειες αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην κλιματική αλλαγή (σε ποσοστό 80% ως 90%) και δευτερευόντως σε άλλους παράγοντες, όπως η χρήση της γης και του νερού (10% ως 20%).
Οι ερευνητές προβλέπουν σημαντικές μειώσεις στην αναπλήρωση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδίως για την Ελλάδα (προβλέπεται μια ετήσια απώλεια της τάξης των 810 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού), την Ισπανία και την Πορτογαλία, κάτι που σημαίνει μειωμένη διαθεσιμότητα νερού για άρδευση γεωργικών καλλιεργειών, άρα και μειωμένη διαθεσιμότητα τροφίμων.
Η αυξανόμενη ξηρασία στον Ευρωπαϊκό Νότο θα οδηγήσει σε ολοένα μεγαλύτερη έλλειψη νερού και σε μειωμένα υδάτινα αποθέματα για τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια σε μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, εκτός από τη γεωργία και τα τρόφιμα, να επηρεασθούν αρνητικά επίσης οι τομείς της παραγωγής ενέργειας και των μεταφορών.
Για την Ελλάδα -σε περίπτωση ανόδου της θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς- αναμένεται μια ετήσια μείωση της τάξης του 2% στην εισροή υδάτων στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, ενώ αντίθετα για τη βόρεια Ευρώπη προβλέπεται μια αύξηση περίπου κατά 13%. Αν όμως η άνοδος της θερμοκρασίας είναι μεγαλύτερη, έως το τέλος του αιώνα η μείωση στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια μπορεί να φθάσει το 10%.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι οι δύο χώρες που -με μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς- προβλέπεται να έχουν την μεγαλύτερη πίεση στη διαθεσιμότητα του νερού, καθώς προβλέπεται μια αύξηση περίπου κατά 100% στην αναλογία ζήτησης νερού προς διαθεσιμότητά του (water demand-availability ratio-WEI), δηλαδή θα έχουν την μεγαλύτερη ανισορροπία ζήτησης-προσφοράς νερού στην Ευρώπη.
Οι επιστήμονες έκαναν εκτιμήσεις σε βάθος 30 ετών με βάση αφενός ένα αισιόδοξο σενάριο (θα επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων το 2015 για άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας λιγότερο από δύο βαθμούς Κελσίου) και αφετέρου ένα απαισιόδοξο σενάριο (η άνοδος της θερμοκρασίας θα ξεπεράσει τους δύο βαθμούς και μπορεί να φθάσει ακόμη και τους τέσσερις). Αν και στην πρώτη πιο αισιόδοξη περίπτωση οι συνέπειες αναμένονται λιγότερο σοβαρές, παρόλα αυτά πάλι προβλέπονται τόσο περισσότερες πλημμύρες, όσο και μεγαλύτερη λειψυδρία.
Συνολικά στις μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μεταξύ των οποίων η Ελλάδα) ο αριθμός των ανθρώπων που προβλέπεται να επηρεασθούν από την έλλειψη νερού έως το τέλος του αιώνα μας, αν ισχύσει το αισιόδοξο σενάριο, θα αυξηθεί από 85 εκατομμύρια σήμερα, σε 104 εκατομμύρια.
Οι χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης θα έχουν στο μέλλον μεγαλύτερα αποθέματα νερού κάθε χρόνο, αλλά και περισσότερες πλημμύρες σε σχέση με τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η μελέτη προτείνει να ληφθούν περισσότερα προληπτικά μέτρα, ιδίως στη Νότια Ευρώπη, όπως καλύτερη διαχείριση του νερού για άρδευση (ώστε να μη γίνεται σπατάλη του), φύτεμα περισσότερων καλλιεργειών ανθεκτικών στην ξηρασία, αύξηση του τιμολογίου για αγροτική και βιομηχανική χρήση του νερού, ανάπτυξη νέων τεχνολογιών ψύξης στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (ώστε να καταναλώνουν λιγότερο νερό) κ.α.
Η μελέτη προειδοποιεί ότι «αν η ζήτηση νερού παραμείνει στα σημερινά επίπεδα και χωρίς σημαντικές προσπάθειες για εξοικονόμηση νερού, η άνοδος της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων λόγω κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο θα προκαλέσει ακραίες αυξήσεις στη λειψυδρία. Οι άνθρωποι που ήδη έχουν επηρεασθεί υπό τις παρούσες κλιματικές συνθήκες, στο μέλλον θα έλθουν αντιμέτωποι με πολύ πιο σοβαρή έλλειψη νερού από ό,τι τώρα».
Μια δεύτερη διεθνής έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή Ασίς Σάρμα του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά (Nature Geoscience, Geophysical Research Letters, Scientific Reports, Water Resources Research), επιβεβαιώνει το παράδοξο: τα αποθέματα νερού συρρικνώνονται, ενώ η κλιματική αλλαγή προκαλεί πιο έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες. Η αιτία είναι ότι η άνοδος της θερμοκρασίας οδηγεί σε μεγαλύτερη ξηρασία του εδάφους, ιδίως σε περιοχές ήδη ξηρές.
Η μελέτη - η πιο εκτεταμένη διεθνής ανάλυση για τις βροχές και τις ροές των ποταμών μέχρι σήμερα- έλαβε υπόψη της στοιχεία από χιλιάδες σταθμούς παρατήρησης σε 160 χώρες. «Αυτό που δεν περιμέναμε, είναι ότι, παρά τις έξτρα βροχές παντού στον κόσμο, τα μεγάλα ποτάμια σταδιακά στερεύουν. Λιγότερο νερό στα ποτάμια μας σημαίνει λιγότερο νερό στις πόλεις και στα αγροκτήματα. Και πιο ξηρό έδαφος σημαίνει πως οι αγρότες θα χρειάζονται περισσότερο νερό για να μεγαλώσουν τις ίδιες καλλιέργειες. Είναι τρομερά ανησυχητικό ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει παντού στον κόσμο».
Οι επιστήμονες έχουν υπολογίσει ότι για κάθε 100 σταγόνες βροχής που πέφτουν στη γη, μόνο οι 36 μετατρέπονται σε «μπλε νερό», δηλαδή εισέρχονται στις λίμνες, στα ποτάμια και στον υδροφόρο ορίζοντα, συνεπώς μπορούν να αξιοποιηθούν για τις ανθρώπινες ανάγκες. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα της βροχής γίνονται «πράσινο νερό», δηλαδή κατακρατούνται ως υγρασία από το έδαφος.
Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία του πλανήτη, τόσο περισσότερο νερό εξατμίζεται από το έδαφος, το οποίο έτσι απορροφά μεγαλύτερη ποσότητα της βροχής, με αποτέλεσμα να απομένει όλο και λιγότερο «μπλε νερό» για ανθρώπινη χρήση.
«Το πρόβλημα είναι διπλό», τόνισε ο Σάρμα. «Από τη μία ολοένα λιγότερο νερό καταλήγει εκεί όπου μπορούμε να το αποθηκεύσουμε για κατοπινή χρήση. Από την άλλη, οι βροχές γίνονται πιο έντονες, κατακλύζοντας τα συστήματα απορροής στις πόλεις και οδηγώντας σε συχνότερες και πιο έντονες πλημμύρες σε αστικές περιοχές».
Οι ερευνητές προτείνουν νέες πολιτικές για το νερό, όπως λιγότερο εντατική χρήση του στη γεωργία, αλλά και υποδομές για την αποθήκευση του νερού των αστικών πλημμυρών, ώστε να μη πηγαίνει χαμένο. Το Τόκιο, που κάποτε πλημμύριζε κάθε χρόνο, πρωτοπορεί σε αυτό τον τομέα, καθώς έχει δημιουργήσει μια μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, όπου συσσωρεύονται τα νερά των πλημμυρών και αργότερα αξιοποιούνται. Σήμερα πια η ιαπωνική πρωτεύουσα δεν πλήττεται από πλημμυρικά φαινόμενα, ενώ παράλληλα έχει περισσότερο διαθέσιμο νερό.