Τεστ για κορωνοϊό: Γιατί δεν είναι ακόμη αξιόπιστα
Κυβερνήσεις, επιστήμονες και πολίτες προσβλέπουν στα μελλοντικά μαζικά τεστ αντισωμάτων, ιδίως στα «εξπρές» (rapid tests), για να βοηθήσουν την επιστροφή της ζωής στην κανονικότητα, αποκαλύπτοντας ποιος έχει εκτεθεί στο νέο κορονοϊό και άρα μπορεί να έχει πια ανοσία. Ορισμένοι έχουν προτείνει να υπάρξει ένα είδος «διαβατηρίου ανοσίας», που θα δίνει το ελεύθερο στον κάτοχο του να κινείται χωρίς περιορισμούς.
Δεκάδες εταιρείες, πανεπιστήμια και ερευνητικά εργαστήρια ανά τον κόσμο έχουν αναπτύξει και εξελίσσουν τέτοια τεστ. Μερικές κυβερνήσεις όμως βιάστηκαν να προμηθευθούν και τώρα χτυπούν το κεφάλι τους, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Βρετανία, που παρήγγειλε τον Μάρτιο 3,5 εκατομμύρια τεστ από διάφορες εταιρείες και στην πορεία ανακάλυψε πως κανένα δεν αποδίδει αρκετά καλά για να θεωρηθεί πραγματικά αξιόπιστο.
Τα περισσότερα τεστ αντισωμάτων που έχουν κιόλας πλημμυρίσει την αγορά, δεν είναι αρκούντως ακριβή. Αλλά ακόμη κι αν ήσαν, σύμφωνα με το >«Nature», δεν μπορούν να απαντήσουν το κρίσιμο ερώτημα: αν κάποιος έχει πράγματι αντισώματα έναντι του κορονοϊού SARS-CoV-2, πόσο θα κρατήσει αυτή η ανοσία και πόσο πιθανό είναι να ξανακολλήσει σχετικά σύντομα τη νόσο Covid-19;
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) επεσήμανε και αυτός ότι ακόμη και αν κάποιος έχει αντισώματα, δεν είναι ακόμη σίγουρο ότι δεν κολλάει πια άλλους ή δεν θα ξανακολλήσει ο ίδιος. Ένα θετικό τεστ αντισωμάτων δεν μπορεί να αποκλείσει ότι κάποιος δεν συνεχίζει να μεταδίδει τον ιό σε άλλους, κάτι που αποτελεί πρόβλημα για ένα μελλοντικό «διαβατήριο αντισωμάτων».
Πάντως οι επιστήμονες υποθέτουν ότι μια νέα λοίμωξη στο ίδιο άτομο είναι σχετικά απίθανη μέσα στους επόμενους δύο-τρεις μήνες μετά την πρώτη. Από την άλλη, ακόμη δεν γνωρίζουν μετά από πόσες ακριβώς μέρες μετά την έναρξη της λοίμωξης αναπτύσσονται τα αντισώματα.
Είναι σημαντικό να υπάρξουν αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων, όχι μόνο επειδή οι υγειονομικές αρχές πρέπει να γνωρίζουν πόσο τμήμα του πληθυσμού έχει εκτεθεί στον ιό και κατά πόσο ένας άνθρωπος δεν έχει αντισώματα, άρα είναι ευάλωτος στον κορονοϊό, αλλά επίσης επειδή τέτοια τεστ θα βοηθήσουν να αξιολογηθούν μελλοντικά τα υποψήφια εμβόλια κατά πόσο παρέχουν ανοσία στους ανθρώπους.
Τα τεστ αντισωμάτων είναι δύο ειδών: τα εργαστηριακά που χρειάζονται περίπου μια μέρα για να βγάλουν αποτέλεσμα και τα γρήγορα (rapid) και επιτόπια (point-of-care) που χρειάζονται 15 έως 30 λεπτά. Όλα βασίζονται στην ίδια λογική: ανιχνεύουν την παρουσία προστατευτικών αντισωμάτων, χρησιμοποιώντας τμήματα του ιού (αντιγόνα). Κανένα τεστ αντισωμάτων δεν ανιχνεύει τον ίδιο τον κορονοϊό, δηλαδή την ενεργή λοίμωξη, κάτι που κάνουν τα μοριακά τεστ PCR.
Η ανάπτυξη των τεστ αντισωμάτων έγινε βιαστικά εν μέσω πανδημίας και έτσι δεν έχουν υποβληθεί προηγουμένως στους συνήθεις εξονυχιστικούς ελέγχους. Έτσι, καμία χώρα έως τώρα δεν φαίνεται να διαθέτει ένα τεστ αντισωμάτων δοκιμασμένο σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, ασθενών και υγιών.
Τα περισσότερα μέχρι σήμερα τεστ, ιδίως τα γρήγορα, δεν έχουν δοκιμασθεί επαρκώς για την ευαισθησία (sensitivity) και την ειδικότητα τους (specificity), δηλαδή για την πιθανότητα σωστής θετικής και σωστής αρνητικής διάγνωσης αντίστοιχα. Ένα υψηλής ποιότητας τεστ πρέπει να έχει ευαισθησία και ειδικότητα κοντά στο 99%, δηλαδή να εμφανίζει μόνο ένα ψευδώς θετικό και ένα ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα για κάθε 100 αληθώς θετικά και 100 αληθώς αρνητικά αποτελέσματα. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αναπτυχθούν τέτοια ποιοτικά τεστ αντισωμάτων έναντι του ιού HIV.
Μια εξέταση σε μικρές ομάδες ανθρώπων των τεστ αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2, που κυκλοφορούν στη Δανία, βρήκε ότι τρία εργαστηριακά τεστ είχαν ευαισθησία 67-93% και ειδικότητα 93-100%, ενώ πέντε γρήγορα τεστ είχαν ευαισθησία 80-93% και ειδικότητα 80-100%. Σε όλα τα τεστ η ευαισθησία βελτιωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, με τη μεγαλύτερη να καταγράφεται δύο εβδομάδες μετά την πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Έως τώρα τουλάχιστον, τα γρήγορα τεστ είναι λιγότερο αξιόπιστα από τα εργαστηριακά, επειδή χρησιμοποιούν μικρότερο δείγμα αίματος και γίνονται σε λιγότερο ελεγχόμενο περιβάλλον. Ο ΠΟΥ συστήνει προς το παρόν τα γρήγορα τεστ να χρησιμοποιούνται μόνο για έρευνα και όχι για έλεγχο του πληθυσμού.
Δύο μελέτες με εκτεταμένα τεστ αντισωμάτων στις ΗΠΑ και στη Γερμανία επιβεβαιώνουν ότι ο βαθμός εξάπλωσης του κορονοϊού είναι αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν που πιάνει το επίσημο «ραντάρ» μέχρι τώρα.
Ο έλεγχος ανίχνευσης αντισωμάτων από την ερευνητική ομάδα του Έλληνα καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ Γιάννη Ιωαννίδη σε δείγμα 3.300 ατόμων, σταθμισμένο για να αντιπροσωπεύει τον γενικό πληθυσμό της επαρχίας Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια, επιβεβαίωσε τις υποψίες ότι η εξάπλωση της νόσου Covid-19 είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι δείχνουν τα επίσημα στατιστικά των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, κάτι που εκτιμάται ότι συμβαίνει σε όλες τις χώρες.
Η μελέτη, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν γρήγορα τεστ αντισωμάτων της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Premier Biotech, δείχνει ότι στη συγκεκριμένη περιοχή τα πραγματικά κρούσματα είναι 50 έως 85 φορές περισσότερα. Εκτιμάται ότι 48.000 έως 82.000 άνθρωποι από τους περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους είχαν μολυνθεί με τον κορονοϊό και όχι 1.000 που ήσαν τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στη Σάντα Κλάρα στις αρχές Απριλίου.
Σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη, «το κύριο μήνυμα είναι ότι η λοίμωξη φαίνεται να είναι 50 έως 85 φορές συχνότερη στην περιοχή από ό,τι δείχνουν τα καταγεγραμμένα περιστατικά, άρα και η θνητότητα είναι 50-85 φορές μικρότερη από ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα. Νομίζω ότι είναι τα καλύτερα δυνατά νέα και φαίνεται να συμφωνούν με προ-ανακοινώσεις άλλων μελετών επιπολασμού από Ιταλία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία και μελέτες καθολικής διαλογής σε άστεγους στη Βοστώνη (36% θετικοί, όλοι ασυμπτωματικοί), καθώς και σε γυναίκες που πήγαν πριν τρεις εβδομάδες να γεννήσουν σε δυο νοσοκομεία στη Νέα Υόρκη (15% θετικές, σχεδόν όλες ασυμπτωματικές). 'Αρα η θνητότητα της λοίμωξης Covid-19 είναι πολύ κοντά στο 0,1% της γρίπης, αν και φυσικά μπορεί να είναι σαφώς μεγαλύτερη, όταν ένα σύστημα υγείας καταρρέει και δεν μπορεί να φροντίσει ασθενείς, όπως πχ στο Κουίνς ή στο Μπέργκαμο».
Ο ίδιος ανέφερε ότι «μακάρι να υπάρξουν δεδομένα και από την Ελλάδα. Αν πρέπει να κάνω μια εικασία, ο πιθανός αριθμός ατόμων που έχουν μολυνθεί στην Ελλάδα, είναι κάπου 100.000-200.000, ίσως και μεγαλύτερος, με κάθε επιφύλαξη βέβαια, καθώς χρειαζόμαστε πραγματικά δεδομένα ειδικά από την Ελλάδα για να ξέρουμε με μεγαλύτερη σιγουριά».
Είχε προηγηθεί τον Απρίλιο μια γερμανική έρευνα τεστ αντισωμάτων σε 500 από τους 12.000 κατοίκους της μικρής πόλης Γκάνγκελτ, στην οποία είχε γίνει μια λαϊκή γιορτή τον Φεβρουάριο, βρίσκοντας ότι ο ένας στους επτά που ελέγχθηκαν (14%), είχε αντισώματα, ενώ ακόμη ένα 2% βρέθηκε θετικό σε μοριακά διαγνωστικά τεστ. Το τοπικό ποσοστό θνητότητας υπολογίστηκε μόλις στο 0,37%, έναντι 3% σε όλη τη Γερμανία με βάση τα επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Το γερμανικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ σκοπεύει να κάνει τεστ αντισωμάτων σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 15.000 ατόμων του πληθυσμού της χώρας. Ήδη ξεκίνησε κατ' οίκον η μεγαλύτερη έως τώρα τυχαία δειγματοληψία σε 3.000 νοικοκυριά στο Μόναχο, ενώ και άλλες χώρες ενδιαφέρονται να μιμηθούν το γερμανικό πρωτόκολλο, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Αντίστοιχες δειγματοληπτικές έρευνες οροεπιπολασμού του πληθυσμού μέσω αντισωμάτων βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη σε Κίνα, Ν. Κορέα, Αυστραλία, Ιταλία, Ισλανδία, ΗΠΑ κά
ΑΠΕ