Το βακτήριο που «τρώει» την πολυουρεθάνη βρήκαν Γερμανοί επιστήμονες
Ένα βακτήριο που τρέφεται με τοξικό πλαστικό ανακάλυψαν Γερμανοί επιστήμονες. Είναι μάλιστα ο πρώτος βακτηριακός μικροοργανισμός που βρέθηκε ότι μπορεί να διασπάσει την πολυουρεθάνη.
Το βακτήριο ανακαλύφθηκε σε έναν χώρο εναπόθεσης αποβλήτων, όπου είχαν πεταχτεί πλαστικά. Εκατομμύρια τόνοι πλαστικών από πολυουρεθάνη παράγονται κάθε χρόνο και καταλήγουν συνήθως στις χωματερές ή στη φύση, επιβαρύνοντας το περιβάλλον, καθώς το εν λόγω πλαστικό δύσκολα ανακυκλώνεται. Όταν διασπάται σταδιακά, μπορεί να απελευθερώσει τοξικές και καρκινογόνες χημικές ουσίες.
Οι ερευνητές του Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας Χέλμχολτς στη Λειψία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό μικροβιολογίας "Frontiers in Microbiology", σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», ανέφεραν ότι το βακτήριο, που ανήκει στην οικογένεια Pseudomonas bacteria, γνωστή για την ανθεκτικότητα της σε ακραία περιβάλλοντα, χρησιμοποιεί τα χημικά συστατικά της πολυουρεθάνης για να παράγει άνθρακα, άζωτο και ενέργεια για λογαριασμό του.
Όπως είπαν οι επιστήμονες, το βακτήριο είναι ελπιδοφόρο, αλλά θα χρειαστεί ακόμη αρκετή έρευνα, εωσότου καταστεί εφικτό να αξιοποιηθεί ευρέως για να «εξαφανίσει» μεγάλες ποσότητες πεταμένων πλαστικών.
«Τα ευρήματα μας αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό βήμα για να μπορέσουμε να επαναχρησιμοποιήσουμε δύσκολα ανακυκλώσιμα προϊόντα πολυουρεθάνης», δήλωσε ο ερευνητής Χέρμαν Χαϊπίπερ. Όπως είπε, ίσως χρειαστούν δέκα χρόνια, προτού το βακτήριο χρησιμοποιηθεί σε μαζική κλίμακα.
Στο παρελθόν είχαν χρησιμοποιηθεί μύκητες για τη διάσπαση της πολυουρεθάνης, αλλά τα βακτήρια είναι πολύ πιο εύχρηστα για βιομηχανική χρήση. Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με τον Χαϊπίπερ, θα είναι να εντοπισθούν τα γονίδια που κωδικοποιούν εκείνα τα ένζυμα, τα οποία παράγονται από το βακτήριο και είναι ικανά να διασπάσουν την πολυουρεθάνη.
Περισσότεροι από οκτώ δισεκατομμύρια τόνοι διαφόρων ειδών πλαστικών εκτιμάται ότι έχουν συνολικά παραχθεί από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα και τα περισσότερα έχουν καταλήξει να ρυπαίνουν το έδαφος και τις θάλασσες του πλανήτη.