Συγκλονίζει ο Αντώνης Κανάκης: «Αυτό το καθίκι μου πήρε τον Μπαμπά μου»
O Αντώνης Κανάκης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)» στη μνήμη του και μέσα σε αυτό περιγράφει τις δύσκολες στιγμές που βίωσε, όταν ο πατέρας, Γιάννη Δανιήλ Δούμα, του νοσηλευόταν στην εντατική αλλά και μέχρι το θάνατό του που τον συγκλόνισε.
Το εισαγωγικό σημείωμα
«…Αυτό δεν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι ένα πέρα για πέρα αληθινό κείμενο που περιγράφει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις αντιδράσεις, τα γεγονότα είκοσι περίπου συγκεκριμένων ημερών. Τις είκοσι αυτές ημέρες αυτά έζησα, αυτά ένιωσα, αυτά σκέφτηκα, αυτά φώναξα, αυτά έκανα. Το κείμενο αυτό γράφτηκε αυθόρμητα, άμεσα, ασταμάτητα. Γράφτηκε μόνο του, μέσα σε τέσσερις περίπου ημέρες, όταν συνέβη ό,τι συνέβη. Εκτός από τις εκ των υστέρων ορθογραφικές διορθώσεις, ούτε μία λέξη δεν άλλαξε από την αρχική άμεση – αυτόματη καταγραφή. Δεν σουλουπώθηκε στη συνέχεια, δεν στρογγύλεψε, δεν δουλεύτηκε το περιεχόμενο ή οι διατυπώσεις. Έμεινε έτσι, ακατέργαστο και ωμό. Το κείμενο αυτό είναι μια αντίδραση, μια ανάγκη, ένα καταφύγιο, μια ενέργεια που δεν την αποφάσισα εγώ. Το κείμενο αυτό δεν γράφτηκε για να δημοσιευτεί. Το κείμενο αυτό εύχομαι να μην είχε γραφτεί ποτέ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από εμένα για τον Μπαμπά μου, από μένα για μένα, αλλά και για όλους τους Μπαμπάδες, για όλους τους γιους, για όλες τις Μαμάδες-συντρόφους, για όλες τις κόρες… Για τους ιερούς αυτούς δεσμούς…».
Και επισημαίνει: «Τον θάνατο, τον δικό μου θάνατο, δεν τον φοβάμαι πλέον. Πριν, τον φοβόμουν. Πριν μου δείξει πως ο δικός μας θάνατος λίγη σημασία έχει. Το θάνατο, όμως, του Μπαμπά σου, αυτόν πρέπει να φοβάσαι. Αυτός θα σε γ@μήσει. Και όμως… συγχρόνως και με έναν απόλυτα αντιφατικό και συμπαντικό τρόπο, αυτός είναι που θα σε πάει μπροστά».
Η απουσία
“Πόσο απερίγραπτα μου λείπει, Θεέ μου. Βλέπω φωτογραφίες του. Εστιάζω για κάποιο λόγο σε αυτές που ήταν νεαρός, πιτσιρικάς. Κοιτάω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Τι καλό παιδί που φαίνεται να ήταν… Πόσο θα ήθελα, σε κάποιο μαγικό σενάριο, να είχαμε γνωριστεί τότε. Να ήμασταν συνομήλικοι, να γινόμασταν κολλητοί φίλοι και να αλητεύαμε μαζί… Να γνώριζα τα όνειρα, τις αγωνίες του, τα σχέδια, τους έρωτές του…».
Και προσθέτει: «Βρίζω τη ζωή, τον Θεό, το σύμπαν, τον θάνατο, τον εαυτό μου. Μετά το ψιλομετανιώνω. Αλλάζει ρότα η σκέψη μου. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον Παράδεισο, στη μεταθανάτια ζωή, στη μετεμψύχωση κ.τ.λ. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι αυτό συμβαίνει με κύριο αίτιο τον εγωισμό και τον φόβο. Φοβόμαστε να πεθάνουμε και θέλουμε κάποιος να μας εγγυηθεί ότι έχει και συνέχεια το έργο – και μάλιστα καλύτερη. Για την πάρτη μας, δηλαδή. Για τους φόβους μας. Λάθος! Τώρα καταλαβαίνω ότι το βασικό αίτιο είναι η αγάπη. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι έχει και συνέχεια, μόνο και μόνο για να συναντήσουμε ξανά αυτούς που αγαπάμε. Για να υπάρχει αυτή η προοπτική. Γιατί χωρίς αυτή την προοπτική θα τρελαθείς. Θα τρελαθώ. Πώς να ζήσω με το δεδομένο ότι δεν θα ξαναδώ, μιλήσω, αγκαλιάσω, φιλήσω, μυρίσω ποτέ ξανά τον Μπαμπά μου… Προσωπικά, μάλλον δεν πιστεύω σε όλα αυτά, παράδεισοι, μετεμψυχώσεις κ.τ.λ. Πιστεύω όμως σε κάτι που το βρίσκω αληθινό και έγκυρο. Πιστεύω στα παιδιά. Στην καθαρή, σοφή ψυχή τους και στην αλήθεια της. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα και δεν είναι τυχαίο που η αυτόματη αντιμετώπιση των παιδιών στο θάνατο είναι το “πού πήγε ο Μπαμπάς τώρα που πέθανε;”. Αν ήμουν παιδί, αυτό θα ρωτούσα: “Πού πήγε”.