«Έκλαιγε και μας έλεγε ότι θέλαμε το κακό της…»
Η Κάτια Δανδουλάκη μίλησε στο περιοδικό Down Town για την Αλίκη Βουγιουκλάκη με αφορμή το αφιέρωμα του περιοδικού στα 21 χρόνια χωρίς την αγαπημένη ηθοποιό.
Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στη φιλία τους και διηγήθηκε μία ιστορία:
«Την αγαπούσα πάρα πολύ! Για μένα, η Αλίκη ήταν ένα παραμύθι -από εκείνα τα σπάνια παραμύθια που συντροφεύουν τους νέους κάθε ηλικίας της ψυχής μας. Ήταν πολύ καλή φίλη. Σε στιγμές δύσκολες, η πρώτη που θα έτρεχε ήταν η Αλίκη. “Εγώ είμαι εδώ!”, σου έλεγε -ακόμα κι όταν βρισκόσουν σε δύσκολη θέση επαγγελματικά. Σπάνιο να το πει άνθρωπος του χώρου με τόση απλοχεριά… Περνούσαμε πολλές ώρες, σε δείπνα, με πολλά γέλια, λέγαμε πάντα τις ίδιες ιστορίες και γελάγαμε, μικρά πράγματα που λένε οι ηθοποιοί μεταξύ τους, για δουλειές και άλλους συναδέλφους.
Η μεγαλύτερη χαρά της ήταν να καλεί κόσμο σπίτι, να μαγειρεύει η ίδια πολλές φορές. Τρελαινόταν για ψαρόσουπα και ψάρι, ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα! Της άρεσε να ευχαριστιόνται οι καλεσμένοι της. Θυμάμαι όταν ήταν να ανεβάσει το “Βίκτωρ-Βικτώρια”, προσπαθούσαμε να την πείσουμε να κόψει τα μαλλιά της. Δεν ήθελε με τίποτα, δεν άκουγε κανένα! Κάποια στιγμή, είπε “εντάξει, θα το κάνω!”. Στο σπίτι της, ήμασταν με μια φίλη μου, κομμώτρια. Την κούρεψε, κι ενώ ήταν κουκλάκι, με το που είδε τον εαυτό της με κοντά μαλλιά, είχαμε πολλά κλάματα, δεν της άρεσε με τίποτα.
Φύγαμε για να μπορέσει να ηρεμήσει, μας έλεγε ότι θέλαμε το κακό της, κι ότι εμείς φταίγαμε (γέλια). Έπρεπε να απομονωθεί για να το δει και να ησυχάσει. Την επομένη ξύπνησε μια χαρά, της άρεσε, οπότε έληξε το θέμα. Μέσα σ’ όλα αυτά, 2-3 μέρες αργότερα, είχαμε ένα ραντεβού με πολλούς ηθοποιούς του Σωματείου. Η Αλίκη ήταν πρόεδρος εναλλάξ με τον Νίκο Κούρκουλο κι εγώ ήμουν ταμίας. Ενώ ήταν πάντα ακριβής στα ραντεβού της, και έχοντας συγκεντρωθεί όλοι στις 11 το πρωί, όπως είχε οριστεί, η Αλίκη ήταν άφαντη. Περνάει η ώρα, 11:30, 11:45, πουθενά η Αλίκη…
Μέχρι που στις 12 η ώρα εμφανίζεται έξαλλη. “Εσείς φταίτε!”, μας είπε. Ο λόγος ήταν ότι συνήθιζε να κάνει οτοστόπ και ταξιτζήδες ή ακόμα και απλός κόσμος, την έπαιρνε στο αυτοκίνητό του και την πήγαινε στον προορισμό της. Αλλά με τα κοντά μαλλιά δεν την γνώριζαν με την πρώτη ματιά, κι έτσι καθυστέρησε στην συνάντησή μας, “βάζοντάς τα” μαζί μας! Μια άλλη φορά, θυμάμαι, είχαμε πάει στο Υπουργείο όλοι οι θιασάρχες, ο Κούρκουλος, η Λάσκαρη, η Γαληνέα…
Είχε ο Κούρκουλος μια πολύ μεγάλη, δυνατή μηχανή. Τελειώνοντας τη συνάντηση, κάτω στον δρόμο, λέει ο Κούρκουλος: “Θέλει κάποια κυρία να την πάω κάπου;”. Η Αλίκη φορούσε φούστα, οπότε δεν γινόταν να ανέβει στη μηχανή κι έτσι ο Νίκος πήγε εμένα που φορούσα παντελόνι, μέχρι το σπίτι μου.
Στη διαδρομή, γυρίζει και μου λέει: “Την άλλη φορά που θα συναντηθούμε, να μου το θυμηθείς, η Αλίκη θα βάλει παντελόνι!”. Στο επόμενο ραντεβού, η Αλίκη πράγματι φόρεσε παντελόνι. “Δεν έχεις λόγο να μου πεις ότι δεν θα με πας με τη μηχανή σου!”, γύρισε και είπε γελώντας στον Νίκο. Αυτή η μεριά της Αλίκης ήταν αξιολάτρευτη. Αυτές οι μικρές ζήλιες και τα πείσματα, που ήταν ανώδυνα, την έκαναν ακόμα πιο αξιαγάπητη. Γιατί, ξέραμε καλά ότι στα ουσιαστικά πράγματα είχε μεγάλη καρδιά!»