H Άννα Συνοδινού με δικά της λόγια
“Aπό τα νεανικά μου χρόνια σημείωνα σ' ένα σχολικό τετράδιο αγαπημένες στιγμές που άστραφταν και σβήνανε σαν τ' άστρα στο στερέωμα, για πρόσωπα που αγαπούσα παρά πολύ και ζέσταιναν τη ζωή γύρω μου. Έτρεμα πάντα τη Λήθη, που σημαίνει θάνατο, και διάλεξα τη Mνημοσύνη που τον καταργεί. H λειτουργία της θεατρικής ζωής μ' έκανε να νιώθω ως προεξάρχουσα μιας πομπής από τα χρόνια του Θέσπη, που διηγείται τα πάθη του Διονύσου και άλλων ηρώων, μπροστά σ' ένα Kοινό έτοιμο να συγκινηθεί από άγνωστες λυπητερές και χαρούμενες ιστορίες για να μάθει πως ζει ο κόσμος πέρα από το δικό του κατώφλι...
Όχι, δεν είμαι συγγραφέας, και τα γραφτά μου δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικού οίστρου. Δεν μπορώ να κάθομαι στην καρέκλα πολλήν ώρα. Mουδιάζουν τα άκρα μου. Eίμαι ηθοποιός, και στην τέχνη μου λειτουργώ εν κινήσει. Έζησα πλάι σε μεγάλες ψυχές, δυσαναπλήρωτους τεχνίτες, ιερά πρόσωπα. Στη βαθιά κρύπτη της μνήμης και του συνειδότος φύλαξα τη μεγαλειότητά τους” έγραψε στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου της Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
Για τις αναμνήσεις
“Δεν είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων. Έχω πολύ άσχημες αναμνήσεις, γιατί έχασα και τους 16 αγαπημένους μου ανθρώπους. Δε μπορώ να σταθώ στις αναμνήσεις.”
Από συνέντευξη της στο περιοδικό Life & Style
Για τα γηρατειά
“Με ενοχλεί η εγκατάλειψη των γηρατειών. Όταν βλέπω ηλικιωμένους ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους, πιάνεται η ψυχή μου. Αν έβλεπα τον πάτερα και τη μανά μου έτσι, κάποιον Υπουργό θα μου ερχόταν να σκοτώσω. Είναι δυνατόν στην εποχή μας να σκεπάζουν τους γέρους στα ιδρύματα το καλοκαίρι με τη βελέντζα και το χειμώνα με το σεντόνι για να τους ξεκάνουν; Εγώ μπήκα στην πολιτική γιατί ήθελα αυτά να αλλάξω.”
Για το πώς ερωτεύθηκε το Θέατρο
“1939: Παραμονή Χριστουγέννων. Το στολισμένο σπίτι του Θάνου κρατούσε τα παραδοσιακά έθιμα της ορθοδοξίας με ευλάβεια. Η εκ Σπάρτης Πελοποννήσου οικογένεια των Κωτσόπουλων είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία, και τα παιδιά, Θάνος και Ευριδίκη, γεννήθηκαν στο Αικατερινοντάρσκ. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, που πήγα τα γιορτινά φουστάνια, με κάλεσαν να πάρω το τσάι μαζί τους.
Αρνήθηκα, αλλά γνώρισα από κοντά τον ημίθεο, πανέμορφο νέο, Θάνο Κωτσόπουλο, του οποίου η φωνή και η έκφραση των ματιών ανάβλυζαν ευγένεια, γαλήνη, μελωδία... Είχε τη στιγμή εκείνη αρχίσει η μοιραία πορεία μου στο θέατρο...
-Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, Αννούλα; Με ρώτησε ο Θάνος.
-Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος, κύριε Κωτσόπουλε...
Ξεσπά το 1940 ο πόλεμος. Ο αδελφός μου Μιχαήλ Συνοδινός στρατεύεται και υπηρετεί με τον Θάνο Κωτσόπουλο στα Τρίκαλα. Μας στέλνει μια φωτογραφία όπου οι δυο τους –φίλοι πια-, πλένουν το ρουχισμό τους σ’ έναν παραπόταμο, κάτω από τον όγκο του Μεγάλου Μετεώρου. Η φωτογραφία κατασχέθηκε αμέσως από μένα...
Ο πόλεμος τελείωσε. Ο Θάνος παίζει στο Εθνικό Θέατρο, 1942-44. Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως Πνεύμα στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός. Πώς θα φθάσω να συνδεθώ με αυτά που με άγγιξαν στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, μέσα στην Κατοχή του φασιστοναζισμού, μέσα στην πείνα και τον αφανισμό των ανθρώπων. Οι παραστάσεις αυτές έδεσαν με το όνειρο.
Ο Θάνος Κωτσόπουλος συνέχισε, για μένα, μιαν υπόσχεση που έδωσε στους γονείς μου, όταν θορυβήθηκαν για την ένταξή μου στο θεατρικό περιβάλλον:
-Κοίταξε μην χαλάσεις τον άνθρωπο που σου έφτιαξε η οικογένειά σου.”