Αν πετάξεις την μεταμφίεσή σου τι απομένει;
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» Εκδόσεις OPERA
Σ’ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία.
Μια μέρα φτάνει γι αυτόν, στο μοναστήρι όπου ζούσε, μια πρόσκληση να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του πλουσιότερου ανθρώπου της περιοχής. Ο μοναχός, που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το κελί του, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να φερθεί αγενώς και αποδέχεται την πρόσκληση.
Την ημέρα που είχε οριστεί για το δείπνο, παρ’ όλη την καταιγίδα που πλησίαζε, αποφασίζει να πάει με την αμαξά του στο μέγαρο του πλουσίου.
Πεντακόσια μέτρα πριν φτάσει, ένας κεραυνός τρομάζει το άλογο του και η αστραπή το κάνει να σηκωθεί στα πίσω πόδια, ρίχνοντας την άμαξα σ’ ένα χαντάκι μαζί με τον ιερωμένο.
Ο άνθρωπος σηκώνεται όπως μπορεί και προσπαθεί να ηρεμήσει το ζώο, χαϊδεύοντας του το λαιμό και μιλώντας του απαλά στο αφτί. Μετά, κοιτάζεται. Έχει λερωθεί απ’την κορφή ως τα νύχια. Λάσπη, βούρκος και σάπια φύλλα έχουν κολλήσει στα ρούχα και τα χέρια του και βρομάει ολόκληρος.
Καθώς βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον προορισμό του από το μοναστήρι του, αποφασίζει να πάει εκεί και να ζητήσει να του δώσουν κάτι ν’ αλλάξει.
Χτυπάει την πόρτα του μεγάρου, ανοίγει ένας κομψός υπηρέτης και, μόλις τον βλέπει σ’ αυτό το χάλι, του βάζει τις φωνές:
«Τι κάνεις εδώ, άθλιε ζητιάνε; Πώς τολμάς να χτυπάς αυτήν την πόρτα;»
«Ήρθα… για το δείπνο» απαντάει ο ιερωμένος.
«Ντροπή σου!» του λέει ο υπηρέτης. «Αποφάγια θα έχει αύριο το πρωί —αν μείνει τίποτα, που αμφιβάλλω—, και μπορείς να τα ζητήσεις από την πόρτα υπηρεσίας. Κατάλαβες;»
«Εσείς δεν με καταλάβατε…» προσπαθεί να εξηγήσει ο επισκέπτης. «Εγώ, δεν έχω έρθει για τα αποφάγια…»
«Ααα!» αστειεύεται τώρα ο υπηρέτης. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να καθίσεις στο τραπέζι των επισήμων;»
«Να… ξέρετε…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του.
Εμφανίζεται ο αφέντης του σπιτιού και ρωτάει τον υπηρέτη του τι συμβαίνει.
«Τίποτα σοβαρό, κύριε. Απλώς, αυτός ο ζητιάνος θέλει να του δώσουμε τα αποφάγια πριν σερβίρουμε το φαγητό… Του είπα να φύγει, αλλά επιμένει στο αίτημα του.»
«Να φύγει αμέσως… Κοίτα πώς έκανε την είσοδο… Φρίκη… Αμέσως τώρα! Κάλεσε τη φρουρά και, αν δεν φύγει, λύστε τα σκυλιά!»
Με σπρωξιές και κλοτσιές, πετάνε τον καημένο τον ιερωμένο στο δρόμο, απειλώντας τον με καμιά δεκαριά σκυλιά που γαβγίζουν δείχνοντας τα κοφτερά τους δόντια.
Όηως όπως, ο άνθρωπος ανεβαίνει στο κάρο και γυρίζει στο μοναστήρι.
Στο χώρο του πια, αφού πλένεται και λούζεται, πηγαίνει στην ντουλάπα του και βγάζει έναν πολυτελή μανδύα με χρυσά και ασημένια στολίδια, που του είχε χαρίσει ακριβώς πριν από ένα χρόνο ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από το οποίο μόλις τον είχαν διώξει.
Έτσι ντυμένος, ανεβαίνει ξανά στο κάρο, κι αυτή τη φορά φτάνει χωρίς απρόοπτα στον προορισμό του.
Ξαναχτυπάει την πόρτα, και του ανοίγει ο ίδιος υπηρέτης.
Αυτή τη φορά, τον περνάει μέσα με μια βαθιά υπόκλιση.
Πλησιάζει και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και τον χαιρετάει με κλίση του κεφαλιού.
«Εξοχότατε» του λέει, «μόλις σκεφτόμουν ότι δεν θα ερχόσαστε τελικά… Μπορούμε να περάσουμε; Οι άλλοι μας περιμένουν…»
«Φυσικά» λέει ο νεοφερμένος.
Στη θέα του σηκώνονται όλοι όρθιοι και δεν ξανακάθονται ώσπου ο άντρας με τον επιβλητικό μανδύα καταλάβει τη θέση εκ δεξιών του οικοδεσπότη.
Σερβίρουν το πρώτο πιάτο. Είναι ένα βραστό σε ζωμό, που φαίνεται πολύ νόστιμο με την πρώτη ματιά.
Ξαφνικά, γίνεται μια παύση κι όλα τα βλέμματα πέφτουν στον ιερωμένο ο οποίος, αντί να πει μια προσευχή ή ν αρχίσει να τρώει, όπως περιμένουν όλοι, απλώνει το χέρι κάτω από το τραπέζι και, κρατώντας την άκρη του πολυτελούς μανδύα του, αρχίζει να τον βουτάει στον ζωμό.
Ενώ όλοι τον κοιτάνε σιωπηλοί κι ανήσυχοι, ο ιερωμένος μιλάει στον μανδύα του και του λέει:
«Δοκίμασε το φαγητό, καλό μου… Κοίτα τι ωραίο βραστο… Κοίτα αυτήν την πατατούλα… Και το κρεατάκι… Φάε, αγάπη μου…»
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, αφού κοιτάζει ένα γύρω μην ξέροντας πώς να αντιδράσει στη συμπεριφορά του καλεσμένου του, παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:
«Συμβαίνει κάτι, εξοχότατε;»
«Αν συμβαίνει;…» λέει ο ιερωμένος. «Όχι. Τίποτα δε συμβαίνει. Αυτό το φαγητό, όμως, δεν ήταν για μένα. Είναι ολοφάνερο ότι καλεσμένος ήταν ο μανδύας μου… Όταν ήρθα χωρίς αυτόν πριν από λίγο, με έδιωξαν με τις κλοτσιές.»
Απ’ αυτήν την ιστορία έμαθα να σκέφτομαι τον Χόρχε Μπουκάι που κρύβεται πίσω από τις μεταμφιέσεις.
Κι εσύ;
Εσύ ξέρεις πώς είσαι αν πετάξεις τις δικές σου;