Ψυχαγωγία

308 ελληνικές παροιμίες

παροιμία

Οι παροιμίες είναι λαϊκά αποφθέγματα που αλληγορικά ή ειρωνικά εκφράζουν απόλυτες αλήθειες.
Τις παροιμίες τις έχει δημιουργήσει ο λαός μας, μέσα από τις εμπειρίες του με το πέρασμα των χρόνων και γι αυτό τις θεωρούμε και 'σοφές'.

Διαβάστε 308 από αυτές:

Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άκουσε γέρου συμβουλή και παθημένου γνώμη.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού εγώ έχω το πόνο.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Άμα δεν αστράψει, δε βροντά.
Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ.
Άμα δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Άμα είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας.
Άμα έχεις νύχια ξύνεσαι.
Άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
Άμα έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
Αν παίζεις με το γάιδαρο, δέξου και τις κλωτσιές του.
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
Απ' αστραπή κι απ' άρχοντα, καλό μην περιμένεις.
Απ' τα ολότελα καλή και η Παναγιώτενα.
Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί.
Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα.
Από το στόμα σου και στου θεού τα αυτί.
Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
Άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις.
Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει ο γάιδαρος.
Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει.
Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
Βόϊδι πήγε, αγελάδα γύρισε.
Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμιά δεκαριά.
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες.
Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
Δε φοβάται το βουνό από τα χιόνια.
Δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι.
Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω.
Δεν κάνει ούτε στο σακί ούτε στο σακούλι.
Δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων άχυρο.
Δεν φέρνουν όλες οι μέλισσες μέλι.
Διψάει η αυλή του για νερό κι αυτός αλλού ποτίζει.
Δυο γάιδαροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
Δυο καρπούζια δεν χωράν σε μια αμασχάλη.
Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σου ανέβει στο κρεβάτι.
Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
Έβγαλε το φίδι από την τρύπα.
Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Εκατό η αλεπού, εκατόν δέκα τ' αλεπουδάκι.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι.
Εκεί που δε σε σπέρνουν να μη φυτρώνεις.
Εκεί που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα 'ρθεις.
Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου.
Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα.
Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη.
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Έχασε τ' αυγά και τα πασχάλια.
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι.
Ζήτω που καήκαμε.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
Η γριά κότα έχει το ζουμί.
Η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται.
Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
Ή μικρός μικρός παντρέψου ή τρανός καλογερέψου.
Η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη.
Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει.
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Η φτήνια τρώει τον παρά.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Ήταν στραβό το κλήμα το έφαγε και ο γάιδαρος.
Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
Θέλω ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Κάθε πέρσι και καλύτερα.
Κάθε πράγμα στο καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Και την πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο.
Και του πουλιού το γάλα.
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Κάλιο αργά, παρά ποτέ.
Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Κάλλιο μία μέρα κόκκορας παρά πέντε μέρες κότα.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Καλομελέτα και έρχεται.
Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
Κάνε παιδί να δεις προκοπή.
Κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό.
Κάνει την τρίχα τριχιά.
Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
Καπνός χωρίς φωτιά δε γίνεται.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιος και θυγατέρα.
Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες.
Κοιμήσου χωρίς φαΐ και ξύπνα δίχως χρέη.
Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Κοντός ψαλμός, αλληλούια.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κουκί, κουκί γεμίζει ο κόσμος το σακί.
Κράτα τα με να σε κρατώ να ανεβούμε το βουνό.
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
Λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Λέγε την αλήθεια, να έχεις το Θεό βοήθεια.
Λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή.
Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι.
Μάζευε κι ας είναι ρώγες.
Μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά.
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης..
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο.
Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Μην παίζεις με τη φωτιά.
Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
Μία κοιλιά καλή κοιλιά κρατάει πέντε ημέρες.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα.
Μου 'ψησες το ψάρι στα χείλη.
Μπάτε σκύλοι, αλέστε.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος.
Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
Να 'ταν τα νιάτα δυό φορές.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα αγαπάει και το νοικοκύρη.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται..
Ο κόσμος το 'χει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι.
Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φά' το.
Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, 
ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο Μάης για τον τρυγητή κι ο Απρίλης για το θέρο.
Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι η άνοιξη μυρίζει,
μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
Ο ψύλλος και το βασιλιά σηκώνει.
Ό,τι κάνεις, θα το βρεις κι ένα παραπάνω.
Ό,τι πεις θα το λουστείς.
Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Οι πολλές γνώμες βουλιάζουν το καράβι.
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε.
Όλα τα πουλιά πάν' κι έρχονται κι ο σπουργίτης μένει.
Όλοι αντάμα κι ψωριάρης χώρια.
Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινίζει.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Όποιος δεν ευχαριστιέται στα πολλά, χάνει και τα λίγα.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια.
Όποιος έχει καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
Όποιος πάει για πολλά χάνει και τα λίγα.
Όποιος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.
Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
Όποιος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα μικρό καλάθι.
Όπου βγάνεις και δεν βάνεις, γλήγορα στο πάτο φτάνεις.
Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει.
Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Όταν τρώμε δεν μιλάμε.
Ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός.
Ότι σπείρεις θα θερίσεις.
Ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
Παίνεψε το σπίτι σου μην πέσει και σε πλακώσει.
Παπά παιδί διαβόλου εγγόνι.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάρε τον ένα, χτύπα τον στον άλλον.
Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.
Πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Πήγε μακριά η βαλίτσα.
Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψ' το.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Ποιος έχασε την τύχη του να την έβρω εγώ;.
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
Ποσ' απίδια πιάνει ο σάκος;.
Πότε ο Γιάννος δεν μπορεί, πότε η μέση του πονεί.
Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια;.
Πως πάνε κόρακα τα παιδιά σου; όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
Ρωτώντας παν στη πόλη.
Σ' εσένα το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία,
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίτες σαν αλώνι.
Σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Σαν της Λαμπρής τ' αυγά.
Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
Σπίτι μου σπιτάκι μου και φτωχό καλυβάκι μου.
Σταλαγματιά, σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά.
Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
Στη βράση κολλάει το σίδηρο.
Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι.
Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι..
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
Στραβός βελόνι γύρευε μέσα στον αχυρώνα.
Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια.
Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φά' το.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Τα στερνά νικούν τα πρώτα.
Τα χέρια που δουλεύουν ποτέ δε ζητιανεύουν.
Τάζει λαγούς με πετραχήλια.
Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Τι είχα τι έχασα.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το αίμα νερό δε γίνεται και αν γενεί δεν πίνεται.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γύρευε στον ουρανό, στη γη το βρήκε.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Το καλό το παλικάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι.
Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
Το λύκο τον ρωτούσανε, πούθε παν' τα πρόβατα.
Το μάτι σπάει την πέτρα.
Το 'να χέρι νίβει το άλλο, και τα δυο το πρόσωπο.
Το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο Θεός.
Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Το χρήμα και ο βήχας δεν κρύβονται.
Το ψάρι από το κεφάλι βρωμάει.
Τον έπιασαν στα πράσα.
Τον έχουν μη στάξει και μη βρέξει.
Τον ξεδιάντροπο τον φτύνανε κι έλεγε πως ψιχαλίζει.
Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια το γερνάει.
Του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι.
Του έταζε λαγούς με πετραχήλια.
Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.
Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυό φορές παιδί μου.
Του σχοινιού και του παλουκιού.
Του χάριζαν έναν γάιδαρο και αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
Τραβάτε με κι ας κλαίω κι ας λέω πως δε θέλω.
Τρεις κι ο κούκος.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
Φάε κουμπάρε ελιές, καλό είναι και το χαβιάρι.
Φαίνεται το έχει η κούτρα σου ψείρες να κατεβάζεις.
Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φέξε μου και γλίστρησα.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φύλαγε τα ρούχα να έχεις τα μισά.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φύγει ο νοικοκύρης.
Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.
Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
Ψωμί δεν έχουμε τυρί ζητάμε.

 

Διαβάστε επίσης:

Αυστραλία: Κτηνοτρόφος αποχαιρέτησε τη θεία του που πέθανε με μια τεράστια καρδιά από πρόβατα

Καρτερός: Παρελθόν τα κλαδιά και τα καλάμια που "έκοβαν" την ορατότητα

12 ανέκδοτα με τον Ψαραντώνη

ESPA BANNER