ΕΛΣΤΑΤ: Ένας στους τρεις στην Ελλάδα σε κίνδυνο φτώχειας
Σε επίπεδα Βουλγαρίας και Ρουμανίας, διατηρείται το ποσοστό των νοικοκυριών που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, παρά τη μείωση που καταγράφεται σε σχέση με το 2017.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, δηλαδή στερείται βασικών αγαθών κι υπηρεσιών, ανέρχεται στο 31,8% δηλαδή 3.348.500 άτομα, έναντι 34,8% στην αντίστοιχη έρευνα του 2017. Ειδικά ως προς το ποσοστό φτώχειας, αυτό διαμορφώθηκε στο 18,5% από 20,2%. Υπάρχει, όμως, μια μικρή λεπτομέρεια που αποκαλύπτει ότι ακόμα κι αυτή η μείωση είναι πλασματική.
Ο πληθυσμός στην Ευρώπη σε κίνδυνο φτώχειας
Το κατώφλι φτώχειας για τον υπολογισμό όλων των παραπάνω ποσοστών ανέρχεται στο ποσό των 4.718 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.908 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.863 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 15.556 ευρώ. Ποιο είναι το πρόβλημα; Όλα αυτά τα κατώφλια είναι μεταβαλλόμενα κάθε χρόνο και όχι σταθερά. Τι θα γινόταν αν μετρούσαμε τη φτώχεια με τα προ κρίσης δεδομένα; Την απάντηση τη δίνει η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ.
Ο κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας σε μια σταθερή χρονική στιγμή ─ και συγκεκριμένα το έτος 2008 ─ αποτελεί ένδειξη για το εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα χαμηλότερα εισοδήματα παρουσιάζει βελτίωση με το πέρασμα του χρόνου. Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι να καταγράψει πώς μεταβάλλεται ο κίνδυνος φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Έτσι, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας για το έτος 2018, υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008, εκτιμάται σε 44,9%. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 44,9% του πληθυσμού του 2018 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας με βάση τις συνθήκες του 2008!!!
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας
Λίαν διαφωτιστικά είναι, επίσης, τα στοιχεία για την αποκαλούμενη μεσαία τάξη:
το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,0% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017. Κοινώς αυξήθηκαν τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, που ανέρχεται το πολύ σε 5.373 ευρώ κατ’ άτομο το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,0% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
Άκρως ενδιαφέροντα είναι, επίσης, τα στοιχεία για το πώς συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στον περιορισμό των ποσοστών φτώχειας. Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι τα επιδόματα αυτά από μόνα τους είναι ανεπαρκή. Συγκεκριμένα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 50,0%, ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2% . Δεδομένου ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,5%, διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Προβλήματα στέγασης για τα νοικοκυριά
Όσον αφορά στην ειδική έρευνα για την υλική στέρηση των νοικοκυριών, δηλαδή την αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, το ποσοστό υποχώρησε στο 16,7% από 21,1%, αλλά παραμένει Βαλκανικού τύπου.
Συγκεκριμένα:
Το 29,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 8,1%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 22,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 40,8% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 19,2%.
Το 76,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 46,1% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 375 ευρώ.
Το 46,8 % των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το 53,4% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών , όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κλπ.
Το 63,2% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Δυσκολίες αποπληρωμής δανείων για νοικοκυριά
Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.698 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.372 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.766 ευρώ.