Ένα στα δύο νοικοκυριά δεν έχουν να πληρώσουν ρεύμα και ενοίκιο
Ανήμπορα να καλύψουν ακόμα και τα βασικά έξοδα διαβίωσης εμφανίζονται ένα στα δύο νοικοκυριά της Αθήνας. Το 49,4% των πολιτών που ζουν στην πρωτεύουσα δηλώνει ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην έγκαιρη εξόφληση λογαριασμών ρεύματος, τηλεφώνου, νερού, κοινοχρήστων ή ακόμα και του ενοικίου.
Στην κατηγορία των ανέργων το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 60% έναντι 44% των εργαζομένων. Αυτό προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρία Marc για λογαριασμό της Περιφέρειας Αττικής και του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας (ΕΚΑ) σχετικά με τα προβλήματα στη διαβίωση των πολιτών που έχουν προκύψει από την οικονομική κρίση και την εργασιακή ανασφάλεια.
Την ίδια ώρα, το 43% των ερωτηθέντων παραδέχεται ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει ικανοποιητική θέρμανση στο σπίτι του, ποσοστό που στην κατηγορία των ανέργων αγγίζει το 60%. Αντίστοιχα, ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας σημειώνει ότι αδυνατεί να έχει κάθε δεύτερη μέρα στο οικογενειακό τραπέζι κρέας, ψάρι ή λαχανικά ισόποσης διατροφικής αξίας. Δυσκολίες που αφορούν τη σωστή διατροφή αναφέρει το 46% των ανέργων και το 25% των εργαζομένων.
Στο 52,1% ανέρχεται το ποσοστό των ερωτηθέντων που δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο έξοδο της τάξεως των 500 ευρώ, ενώ σε… είδος πολυτελείας αναδεικνύονται οι διακοπές, με έναν στους δυο να υπογραμμίζει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πάει με την οικογένειά του διακοπές έστω και μία εβδομάδα το χρόνο.
Σε ό,τι αφορά στην εργασία, στο 45% των προσλήψεων ηλικίας έως 35 ετών που πραγματοποιήθηκε το τελευταίο δωδεκάμηνο ο μισθός δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ, ενώ η μέση αμοιβή για μισθωτούς με πλήρες ωράριο διαμορφώνεται στα 806 ευρώ. Το 57% όσων προσελήφθησαν τον τελευταίο χρόνο δήλωσε πως εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ ίδιο είναι το ποσοστό που δηλώνει ότι πληρώνεται κανονικά χωρίς καθυστερήσεις τις μηνιαίες αποδοχές που έχει συμφωνήσει.
Σχετικά με το είδος της απασχόλησης, οι επτά στους δέκα μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα αναφέρουν ότι εργάζονται με πλήρες ωράριο, ενώ το 30% εργάζεται με μερική απασχόληση (λιγότερες ώρες ή ημέρες). Πολύ υψηλά είναι τα ποσοστά μερικής απασχόλησης στις γυναίκες και στους νέους εργαζόμενους 18-34 ετών, διαμορφούμενα στο 41,1% και 41,5% αντίστοιχα.
Πλήρη ασφαλιστική κάλυψη έχει, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνα της Marc, το 82,7% των εργαζομένων, το 10,3% αναφέρει πως είναι μεν ασφαλισμένο/η αλλά για λιγότερες ώρες/μισθό, ενώ το 6,1% εργάζεται χωρίς ασφάλιση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο μειώνεται η ηλικιακή κατηγορία των εργαζομένων τόσο μειώνεται και το ποσοστό της πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό είναι το ότι ο ένας στους τέσσερις εργαζομένους ηλικίας κάτω των 35 ετών (25,3%) δεν έχει πλήρη ασφάλιση, το 16% δηλώνει πως έχει ασφαλιστεί για λιγότερες ώρες και το 9,3% εργάζεται ανασφάλιστο.
Αντίστοιχα, όσοι εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης στερούνται της ασφάλισης που αντιστοιχεί στις ώρες εργασίας τους ή δεν έχουν καμία ασφάλιση σε ποσοστό 38%.
Στο 25% φτάνει η αδήλωτη εργασία τα δυο τελευταία χρόνια, γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος. Παράλληλα, το 20% των εργαζομένων θεωρεί πολύ ή αρκετά πιθανό να χάσει τη δουλειά του μέσα στο επόμενο εξάμηνο.
Σχετικά με τους ανέργους, 6 στους 10 που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι παραμένουν σε καθεστώς ανεργίας περισσότερο από δύο χρόνια, ενώ μόλις ένας στους δέκα λαμβάνει επίδομα ανεργίας.
Το 20,9% των ανέργων αναζητά εργασία μέσω του ΟΑΕΔ με τους μισούς από αυτούς να δηλώνουν τον ΟΑΕΔ ως τον κύριο τρόπο αναζήτησης εργασίας.
Τέλος, 6 στους 10 ανέργους (62,1%) αναζητούν μια οποιαδήποτε εργασία, ενώ μόλις ο ένας στους τέσσερις ψάχνει συγκεκριμένη εργασία στο αντικείμενό του.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου