Επίδοξος διάδοχος της Μέρκελ βάζει «φρένο» στο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση
Ήταν μία απόπειρα να φιλοτεχνήσει πολιτικό προφίλ ή απλώς να προσεταιριστεί την ακροδεξιά AfD και τους ψηφοφόρους της; Η επιλογή του υπερσυντηρητικού «δελφίνου» να αμφισβητήσει ανοιχτά το Σύμφωνο του ΟΗΕ για το Προσφυγικό προκαλεί θύελλα αντιδράσεων στο Βερολίνο, ακόμη και εντός του κυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ. Δεν λείπουν όμως και εκείνοι που εκφράζουν κατανόηση για την κριτική Σπαν. «Έχει δίκιο και τον στηρίζω», λέει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των χριστιανοδημοκρατών Κάρστεν Λίνεμαν. Ακόμη και η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ παραδέχεται ότι το ζήτημα προκαλεί πλέον «πολύ έντονη αντιπαράθεση».
Ήδη προ ημερών ο Γενς Σπαν είχε δηλώσει ότι η Γερμανία θα πρέπει «να εξετάσει με προσοχή» το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση, αλλά η δήλωσή του πέρασε απαρατήρητη. Την Κυριακή επανήλθε δριμύτερος, λέγοντας ότι το θέμα πρέπει να συζητηθεί εκτενώς στο επικείμενο συνέδριο της CDU, γιατί «τα ερωτήματα των πολιτών πρέπει να απαντηθούν» και στην ανάγκη η Γερμανία θα μπορούσε να καθυστερήσει την υπογραφή της. Υπενθυμίζεται ότι το συνέδριο των χριστιανοδημοκρατών συγκαλείται στις 7 και 8 Δεκεμβρίου στο Αμβούργο προκειμένου να εκλεγεί ο διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ στην ηγεσία του κόμματος, ενώ το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση αναμένεται να υπογραφεί σε διεθνή διάσκεψη στο Μαρόκο, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για ένα κείμενο που συμφωνήθηκε μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις και δεν θεωρείται δεσμευτικό, αλλά προβλέπει κατευθυντήριες γραμμές ώστε να γίνει η μετανάστευση πιο συντεταγμένη και ασφαλής και να καταπολεμηθούν τα κυκλώματα των διακινητών. Ήδη πολλές χώρες με υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις, όπως οι ΗΠΑ, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Αυστρία έχουν δηλώσει ότι δεν πρόκειται να υπογράψουν τελικά το σύμφωνο.
«Διπλή έλλειψη ηγεσίας»
Σε αυτή τη λογική φαίνεται ότι επιχειρεί να κινηθεί πλέον και ο Γενς Σπαν, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις ακόμη και στο ίδιο του το κόμμα. Μιλώντας στη γερμανική τηλεόραση, ο υπουργός Οικονομίας και έμπιστος συνεργάτης της καγκελαρίου, Πέτερ Αλτμάγερ, δήλωσε ότι είναι «έκπληκτος» από την κριτική Σπαν, υπενθυμίζοντας μάλιστα ότι πριν από περίπου δύο εβδομάδες οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν συζητήσει διεξοδικά το ζήτημα και συμφωνούσαν ότι «δεν πρόκειται να παρασυρθούν από τους λαϊκιστές» στο μεταναστευτικό. Επιπλέον ο Πέτερ Αλτμάγερ «δεν θυμάται» να είχε ακούσει κάποιες αντιρρήσεις από τον Σπαν.
Στοιχειοθετημένη κριτική και από τον επικεφαλής της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων στη γερμανική Βουλή, Νόρμπερτ Ρέντγκεν. «Ενδεχόμενη αναβολή της υπογραφής θα υπεδείκνυε μία διπλή έλλειψη ηγεσίας, την οποία η Γερμανία δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της» επισημαίνει ο Ρέντγκεν. Και αυτό γιατί «πρώτον, οι πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό μας πρέπει να οργανωθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις διεθνείς υποχρεώσεις μας και όχι το αντίστροφο. Δεύτερον, αυτή η συμφωνία αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα της διεθνούς κοινότητας, προκειμένου η μετανάστευση να γίνει πιο συντεταγμένη. Και αυτό ανταποκρίνεται στα εθνικά μας συμφέροντα». Υπενθυμίζεται ότι ο Νόρμπερτ Ρέντγκεν θεωρείται ιδιαίτερα δημοφιλής ενώ παλαιότερα ήταν και ο ίδιος ένας από τους «δελφίνους» για την ηγεσία της CDU, έως ότου έπεσε σε δυσμένεια μετά από δημόσιες αντιπαραθέσεις με την καγκελάριο. Ωστόσο η Άνγκελα Μέρκελ, εκτιμώντας τις ικανότητες και την αναλυτική σκέψη του, τον προσέγγισε και πάλι για να του εμπιστευθεί την επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ.
«Πυρά» κατά του συμφώνου από τη Σαξονία
Ήδη η γερμανική Βουλή έχει εγκρίνει την υπογραφή του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία. Ωστόσο φαίνεται ότι η δεξιά πτέρυγα της CDU βρίσκει την ευκαιρία να επανέλθει στο ζήτημα. Μάλιστα η κομματική οργάνωση της Σαξονίας ζήτησε το Σάββατο από την κυβέρνηση Μέρκελ να επανεξετάσει τη στάση της και να απορρίψει τελικά το Σύμφωνο. Όλα αυτά ενόψει τοπικών εκλογών στη Σαξονία, τον Σεπτέμβριο του 2019, στις οποίες το ξενοφοβικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) φιλοδοξεί να αναδειχθεί πρώτη δύναμη, ξεπερνώντας ακόμη και τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ.