Κοινά μέτρα αξιολόγησης της έκβασης της νόσου COVID-19 προτείνει ο ΠΟΥ
Απαραίτητη συνθήκη για μία αποτελεσματική ανταπόκριση σε ένα νέο ξέσπασμα της νόσου COVID-19 είναι η ανάπτυξη θεραπειών και παρεμβάσεων μέσα από την οργανωμένη κλινική έρευνα. Ωστόσο, οι ερευνητικές προσπάθειες συχνά οργανώνονται υπό έκτακτες συνθήκες και γίνονται χρησιμοποιώντας διαφορετικά ερευνητικά εργαλεία, με αποτέλεσμα η συγκέντρωση δεδομένων από τις διαφορετικές μελέτες να είναι δύσκολη. Επιπλέον, η σύγκριση των αποτελεσμάτων είναι συχνά αδύνατη, καθώς αναφέρονται διαφορετικά μέτρα έκβασης ή διαφορετικά χαρακτηριστικά των ασθενών. Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος, πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα.
Κοινά μέτρα αξιολόγησης της έκβασης της νόσου COVID-19
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συγκέντρωσε μία ομάδα εργασίας για τον κλινικό χαρακτηρισμό και τη διαχείριση του προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης για την COVID-19. Η ομάδα εργασίας συγκέντρωσε δεδομένα από τις κλινικές μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη αλλά και από πολλούς ερευνητές, ώστε να καθορίσει τα βασικά μέτρα έκβασης των ασθενών με COVID-19. Σε διεθνές φόρουμ αναπτύχθηκε και συμφωνήθηκε ένα ελάχιστο σύνολο κοινών μέτρων έκβασης για τις μελέτες σχετικά με την COVID-19, δηλαδή ένα σύνολο «μέτρων και σταθμών». Δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet Infectious Diseases και περιλαμβάνει τρία στοιχεία: Ένα μέτρο που αφορά στο ιϊκό φορτίο (δηλαδή η σχετική ποσότητα του ιού), ένα μέτρο που αφορά στην επιβίωση των ασθενών και ένα μέτρο εξέλιξης της κλινικής κατάστασης του ασθενούς. Ο ΠΟΥ προτρέπει τους ερευνητές να συμπεριλάβουν αυτά τα βασικά στοιχεία και να τα αναφέρουν τόσο στις μελέτες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη όσο και σε μελλοντικές μελέτες, ώστε να επιταχυνθεί η συγκέντρωση δεδομένων.
Βασικό μέτρο η θνητότητα από τη νόσο
Η θνητότητα από τη νόσο αποτελεί βασικό μέτρο έκβασης. Οι περισσότεροι ερευνητές θεώρησαν ότι το εξιτήριο από το νοσοκομείο αποτελεί ένα αξιόπιστο χρονικό σημείο για την αξιολόγηση της θνητότητας, όμως, όπως αναφέρουν, σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς μπορεί να φεύγουν από το νοσοκομείο νωρίτερα λόγω οικονομικής επιβάρυνσης, οπότε μπορεί να υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί. Επιπλέον, η θνησιμότητα εξαρτάται και από τη διαθεσιμότητα των μέσων αναβαθμισμένης ιατρικής φροντίδας (π.χ αναπνευστήρες) και ειδικά σε καταστάσεις όπου το σύστημα υγείας έχει κορεστεί, αυτό μπορεί να είναι καθοριστικό. Οι ερευνητές πρότειναν, λοιπόν, ότι η θνησιμότητα θα πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο κατά την έξοδο από το νοσοκομείο αλλά και μέχρι τις 60 ημέρες, ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν και οι περιπτώσεις απώτερων θανάτων, π.χ στο σπίτι από επιπλοκές.
Ιϊκό φορτίο
Σχετικά με το ιϊκό φορτίο, οι εμπειρογνώμονες συμφώνησαν ότι τα επίπεδά του αποτελούν αξιόπιστο μέτρο έκβασης και θα πρέπει να αναφέρονται χρησιμοποιώντας ημιποσοτικές μοριακές τεχνικές. Το ιϊκό φορτίο από ρινοφαρυγγικό επίχρισμα είναι υψηλότερο και αυτό θα πρέπει να αξιολογείται.
Κλίμακα από 0 έως 10
Όμως, οι εμπειρογνώμονες επέμειναν και στην ανάγκη μέτρων έκβαση που να μην περιλαμβάνουν μόνο την θνητότητα. Έτσι, πρότειναν μία κλίμακα που περιλαμβάνει όλο το φάσμα της σοβαρότητας της νόσου και η οποία βαθμονομήθηκε από 0 έως 10, όπου 0 σημαίνει ότι δεν υπάρχει ιός και νόσος ενώ 10 σημαίνει θάνατο από την COVID-19. Στο φάσμα από 1-3 περιλαμβάνεται η ήπια νόσος. Στη βαθμονόμηση από 4 έως 5 κατατάσσονται οι συμπτωματικοί ασθενείς που χρειάζονται νοσηλεία είτε χωρίς να χρειάζονται οξυγόνο (βαθμονομούνται ως 4) είτε χρειάζονται μόνο οξυγόνο με συμβατικές ροές (γυαλάκια ή απλή μάσκα και βαθμονομούνται ως 5). Στην κλίμακα από 6 έως 9 βρίσκονται οι ασθενείς που νοσηλεύονται σε πιο σοβαρή κατάσταση και είτε χρειάζονται οξυγόνο με υψηλές ροές είτε διασωλήνωση και αναλόγως εάν εμφανίζουν και συμπτώματά συστηματικού σοκ ή ανθεκτική υποξυγοναιμία βαθμονομούνται υψηλότερα. Οι ερευνητές προτείνουν ότι αυτή η κλίμακα θα πρέπει να καταγράφεται καθημερινά ώστε να αποτελεί ένα κριτήριο έκβασης της πορείας των ασθενών και έτσι να μπορούν να αξιολογηθούν οι θεραπευτικές και άλλες παρεμβάσεις και να συγκριθούν μεταξύ διαφορετικών μελετών, νοσοκομείων ή διαφορετικών περιοχών.