Νέος μεγάλος συνασπισμός με το... ζόρι στη Γερμανία
Καθώς η Γερμανία οδεύει απόψε ανόρεχτα στη συγκρότηση ενός ακόμη μεγάλου συνασπισμού υπό την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, όλοι μοιάζουν δυσαρεστημένοι. Οι συντηρητικοί την κατηγορούν ότι απεμπόλησε τα χριστιανοδημοκρατικά ιδεώδη και πως το κόμμα της, το CDU, έχει σταματήσει προ πολλού να είναι το κόμμα του νόμου και της τάξης.
Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) από την πλευρά τους είναι ενοχλημένοι από τους χειρισμούς του ηγέτη τους Μάρτιν Σουλτς στο μεταναστευτικό, και δη στην παράταση του μορατόριουμ στις οικογενειακές επανενώσεις μεταναστών μέχρι τον Ιούλιο. Θεωρούν ότι η ανάλγητη αυτή πολιτική δεν συνάδει με την ατζέντα του κόμματος και κατηγορούν τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) του Χορστ Ζεεχόφερ για την εξέλιξη. Παράλληλα, θεωρούν ότι ο Σουλτς έπρεπε να έχει θέσει μαξιμαλιστικά αιτήματα, αφού βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση και να διεκδικήσει για παράδειγμα το υπουργείο Οικονομικών.
Τακτικισμός
«Το κόμμα της Μέρκελ θα πληρώσει μακροπρόθεσμα υψηλό τίμημα για την έλλειψη συγκεκριμένου προφίλ, στάση την οποία επέλεξε για λόγους τακτικισμού. Με τη συναίνεση στις σοσιαλδημοκρατικές διεκδικήσεις, το CDU συρρίκνωσε περαιτέρω τις, ούτως ή άλλως, κουτσουρεμένες κόκκινες γραμμές του... Η αιφνίδια σοσιαλδημοκρατικοποίηση της κοινωνικής, δημοσιονομικής και οικονομικής του πολιτικής σημαίνει την απομάκρυνση από την κληρονομιά του Λούντβιχ Ερχαρντ. Ο πατέρας του γερμανικού οικονομικού θαύματος είχε πείσει μεταπολεμικά τα συντηρητικά κόμματα και αργότερα με βάση την επιτυχία και τους πολίτες της ομοσπονδίας για την ανάγκη μιας οικονομίας της αγοράς με κοινωνικό πρόσωπο.
Η παράταξη όμως πέταξε την πυξίδα αυτή υπό την αιγίδα της Αγκελα Μέρκελ. Σήμερα τα συντηρητικά κόμματα αυτά νοιάζονται περισσότερο για την αποσύνθεση του κράτους ευημερίας, διανθισμένη από ολίγη οικονομία της αγοράς. Η ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική ευαισθησία και στην οικονομική εξυγίανση έχει χαθεί εντελώς. Με οικονομικό νου δεν κάνει πλέον κανείς καριέρα στο CDU. Υπάρχει μόνο ζήτηση για οικολόγους και κοινωνικά ευαίσθητους πολιτικούς», καταγγέλλει η υπεύθυνη του οικονομικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Βελτ», Ντοροτέα Ζιμς.
Eνοχλημένος, πάντως, από την πορεία των διαπραγματεύσεων είναι και ο κεντροαριστερός Τύπος. «Κοινωνική συνοχή, ενσωμάτωση, ψηφιοποίηση, Ευρώπη. Η Μέρκελ, ο Ζεεχόφερ και ο Σουλτς πρέπει, επιτέλους, να φέρουν στο κέντρο της πολιτικής τους τα μεγάλα ζητήματα και τις ανησυχίες των πολιτών. Αν δεν μπορούν, ας ανοίξουν τον δρόμο για τους επόμενους», είναι το σχόλιο του Στέφαν Μπράουν που φιλοξενήθηκε στη «Ζιντντόιτσε». «Μετά μια εβδομάδα διαβουλεύσεων... ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον αυτοί οι τρεις είναι οι κατάλληλοι για να κυβερνήσουν αυτήν τη χώρα. Μπορούν να περιβάλουν ένα νέο συνασπισμό με μια αληθινή κεντρική ιδέα; Διαισθάνονται πόσο σημαντική είναι μια επιγραφή για να πείσουν τους πολίτες; Εχουν συνειδητοποιήσει ότι στην εποχή της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία και του Τραμπ η ευθύνη δεν περιορίζεται στην επεξεργασία δύο-τριών συμβιβασμών;» αναρωτιέται ο αρθρογράφος.
Μέχρι την Παρασκευή τα τρία κόμματα είχαν καταλήξει σε συμφωνία σε θέματα όπως οι οικογενειακές επανενώσεις μεταναστών, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και οι συντάξεις, ενώ ανοιχτά παρέμεναν τα μέτωπα των εργασιακών και της Ευρώπης. Πάντως, η καγκελάριος Μέρκελ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για επέκταση των δημοσίων δαπανών τα επόμενα τέσσερα χρόνια και πέραν των 46 δισ. ευρώ σε πρόσθετη χρηματοδότηση που ήδη συμφωνήθηκε μεταξύ των επίδοξων εταίρων. Τα πρόσθετα κονδύλια θα κατευθυνθούν κυρίως στην επέκταση της ψηφιοποίησης, στην εξωτερική πολιτική, στην ασφάλεια και στην αναπτυξιακή βοήθεια.
Η έγκριση του κειμένου
Μόλις οριστικοποιηθεί η συμφωνία, τα 440.000 μέλη του SPD θα κληθούν να εγκρίνουν το κείμενο. Ειδικά η νεολαία του κόμματος μαζί με άλλα στελέχη της αριστερής πτέρυγας έχουν έντονες επιφυλάξεις κατά πόσον η συμμετοχή του SPD σε έναν ακόμη μεγάλο συνασπισμό θα βοηθήσει μελλοντικά τις εκλογικές προοπτικές του ή αν θα οδηγήσει στην πλήρη εξαέρωση των ποσοστών του στην επόμενη αναμέτρηση.
Πολλοί εκφράζουν αμφιβολίες για τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας, καθώς δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι όσοι εγγραφούν στο κόμμα έως τις 6 Φεβρουαρίου στις έξι το απόγευμα τοπική ώρα. Το περιοδικό Cicero σχολίασε σε πρόσφατη ανάλυσή του ότι με ελάχιστα χρήματα συνδρομή (ένα δείπνο στα Μακ Ντόναλντς) οι εχθροί του μεγάλου συνασπισμού θα μπορούσαν να γραφτούν μαζικά στους κομματικούς καταλόγους και να βυθίσουν τις ελπίδες για άρση της πολιτικής παράλυσης.
«Το λογικό θα ήταν να ψηφίζουν μόνον όσοι ήταν ήδη σύντροφοι και συντρόφισσες. Ο καθορισμός όμως της 6ης Φεβρουαρίου ως καταληκτικής ημερομηνίας για την εγγραφή δίνει τη δυνατότητα να γίνουν μέλη του SPD όσοι το κάνουν από υπολογισμό και όχι από πεποίθηση. Αυτό μοιάζει με μια πρόσκληση προς όλους τους εχθρούς του SPD από κάθε στρατόπεδο. Είναι σαν να τους λέει κάποιος: Εχθροί του SPD ενωθείτε, εδώ σ’ εμάς», καταλήγει το σχόλιο.
Το υπουργείο Εξωτερικών προτίμησε ο Σουλτς
Τα τελευταία 24ωρα ο Μάρτιν Σουλτς άφησε να εννοηθεί ότι διεκδικεί το υπουργείο Εξωτερικών, μια κίνηση που θα επιτρέψει στο κόμμα της Αγκελα Μέρκελ να διατηρήσει τον έλεγχο του χαρτοφυλακίου των Οικονομικών. Μιλώντας μετά τον τελευταίο γύρο διαβουλεύσεων στο Βερολίνο, ο Σουλτς ξεχώρισε το υπουργείο Εξωτερικών ως καίριο για την ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας. Μάλιστα, στη διάρκεια των κεκλεισμένων των θυρών διαβουλεύσεων ζήτησε από την καγκελάριο να μιλάει με τον επικεφαλής της διπλωματίας για όλα τα πολιτικά ζητήματα που αφορούν την Ευρώπη, προκρίνοντας το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο έναντι εκείνου των Οικονομικών. Αυτό ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες στο πρακτορείο Bloomberg, ενώ δημοσίευμα της ταμπλόιντ Bild επιβεβαίωσε ότι ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης προαλείφεται για υπουργός Εξωτερικών.
Αναθέτοντας ένα ενισχυμένο υπουργείο Εξωτερικών στους Σοσιαλδημοκράτες, επιτρέπει στους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ να κρατήσουν το πόστο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είναι πλέον πρόεδρος της γερμανικής βουλής. Σε αυτήν την περίπτωση, επικρατέστερος διάδοχός του θεωρείται ο Πέτερ Αλτμάγερ, προσωπάρχης της Μέρκελ, που ασκεί ήδη χρέη υπουργού Οικονομικών όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Η ανάθεση του υπουργείου Εξωτερικών στον Σουλτς θεωρείται άλλωστε καλός οιωνός για το μέλλον της Ευρώπης, αφού θα δρομολογήσει μια σύμπνοια Βερολίνου - Παρισιού πάνω στην ατζέντα του Εμανουέλ Μακρόν για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η παράδοση έως τώρα είναι ότι ένας από τους εταίρους λαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών και ο άλλος των Οικονομικών. Ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος με γνώση της στρατηγικής Μέρκελ είχε εξ αρχής επισημάνει ότι οι συντηρητικοί δεν θα εγκατέλειπαν αμαχητί το πόστο του Σόιμπλε. Ο θώκος του υπουργού Οικονομικών ενισχύθηκε στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης, καθώς και ο Σόιμπλε τον χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να επιβάλει πολιτική λιτότητας και οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη τη Γηραιά Ηπειρο, αλλά ειδικά στις χώρες που βρίσκονταν σε πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα.