Οι Ιρανές αποφάσισαν να βγάλουν τις μαντίλες τους
Στις 27 Δεκεμβρίου η Βίντα Μοβαγέντ στάθηκε με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο, σε έναν υποσταθμό σε μία από τις βασικές αρτηρίες της πόλης, έχοντας κρεμάσει τη λευκή της μαντίλα σε ένα ξύλο. Μέσα σε λίγες ημέρες η εικόνα της 31χρονης, η οποία συνελήφθη και τελικά αφέθηκε ελεύθερη λίγες εβδομάδες μετά, αποτελούσε ένα σύμβολο.
Tις εβδομάδες που ακολούθησαν της ειρηνικής διαμαρτυρίας κατά του υποχρεωτικού χιτζάμπ (μαντίλα), ενός από τα πιο ορατά σύμβολα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, δεκάδες γυναίκες αλλά και κάποιοι άνδρες σε ολόκληρο το Ιράν ακολούθησαν το παράδειγμά της.
Αυτές οι πράξεις περιφρόνησης κατά του χιτζάμπ είναι πρωτάκουστες στην ιστορία της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αλλά το κίνημα που μπορεί να αποτέλεσε πηγή έμπνευσης υπάρχει εδώ και χρόνια. Αρχισε από τον λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Ιρανής δημοσιογράφου, με έδρα το Μπρούκλιν, Μασίχ Αλινετζάντ.
Το 2014, η Αλινετζάντ ξεκίνησε μία σελίδα στο Facebook που ονομαζόταν «Η Αόρατή μου ελευθερία» ζητώντας από τις γυναίκες να ανεβάσουν φωτογραφίες τους σε δημόσια μέρη χωρίς το χιτζάμπ. Πέρυσι ξεκίνησε τις «Λευκές Τετάρτες», καλώντας τις γυναίκες να φορούν τις Τετάρτες λευκές μαντίλες σε ένδειξη εναντίωσης στον υποχρεωτικό νόμο του χιτζάμπ.
Η Αλινετζάντ, που εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Ιράν πριν μεταναστεύσει στη Βρετανία το 2009, επισημαίνει ότι η εκστρατεία της ξεκίνησε τυχαία. Ανάρτησε φωτογραφία της να οδηγεί το αυτοκίνητό της στο Ιράν και ζήτησε στη σελίδα της στο Facebook κι από άλλες γυναίκες να μοιραστούν τις «κρυφές φωτογραφίες τους». Η καταπληκτική ανταπόκριση –σήμερα η σελίδα της έχει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ακολούθους– την έκανε να εστιάσει περισσότερο στο ζήτημα. «Ημουν πολιτική ρεπόρτερ, αλλά οι γυναίκες του Ιράν με ανάγκασαν να ενδιαφερθώ για το ζήτημα των ατομικών μας ελευθεριών», δήλωσε.
Για την Αλινετζάντ και τις γυναίκες που διαμαρτύρονται, η μάχη κατά του υποχρεωτικού χιτζάμπ έχει να κάνει με την επανάκτηση του ελέγχου του σώματος της γυναίκας, και δεν είναι ζήτημα αμφισβήτησης της αξίας του ίδιου του χιτζάμπ.
Ο ιδρυτής της δυναστείας Παχλεβί, Ρεζά Σάχης, απαγόρευσε το χιτζάμπ σε μία κίνηση εκσυγχρονισμού το 1936 και πολλές γυναίκες τέθηκαν επί χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό, αφού δεν τολμούσαν να εμφανιστούν ασκεπείς σε κοινή θέα. Ο ηγέτης της Ισλαμικής Δημοκρατίας αγιατολάχ Χομεϊνί ξανάκανε το χιτζάμπ υποχρεωτικό το 1979.
Οι πολυπληθείς γυναικείες διαμαρτυρίες δεν στάθηκε δυνατό να ανατρέψουν την απόφαση αυτή. Οι υπέρμαχες του χιτζάμπ ανακάλυψαν το σύνθημα «για ρουσαρί για τουσαρί» που θα πει «είτε σκεπασμένο το κεφάλι είτε ξύλο» και επιτροπές εποπτείας, συχνά αποτελούμενες από γυναίκες που έφεραν τσαντόρ, περιδιάβαιναν τους δρόμους και τιμωρούσαν τις γυναίκες που δεν ήταν επαρκώς καλυμμένες.
Τώρα η Αλινετζάντ και η νεότερη γενιά Ιρανών γυναικών εστιάζουν ξανά το ενδιαφέρον τους στο πιο ορατό σημείο διάκρισης, που όπως επισημαίνουν είναι και το πιο βασικό. «Δεν πολεμάμε εναντίον ενός κομματιού υφάσματος», δήλωσε η Αλινετζάντ. «Πολεμάμε για την αξιοπρέπειά μας. Αν δεν μπορείς να επιλέξεις τι θα βάλεις στο κεφάλι σου, δεν θα σε αφήσουν να έχεις έλεγχο και στο τι βρίσκεται μέσα σε αυτό». Αντιθέτως, Ιρανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι το χιτζάμπ δίνει αξιοπρέπεια στη γυναίκα.
Η κυβέρνηση έχει μεικτή ανταπόκριση στις διαμαρτυρίες. Αλλά οι νέες γυναίκες φαίνεται ότι δεν κάμπτονται. Η γενιά τους έχει ενισχυθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όχι μόνον συνενώνουν τους διαμαρτυρόμενους, αλλά βοηθούν και να διανεμηθούν εικόνες ανυπακοής. Η Αλινετζάντ πιστεύει ότι το κίνημα ήδη κατά κάποιον τρόπο έχει πετύχει. «Οι γυναίκες δείχνουν ότι δεν φοβούνται πια. Παλιά φοβόμασταν την κυβέρνηση, τώρα η κυβέρνηση φοβάται τις γυναίκες», λέει.
Παρεμβάσεις και συλλήψεις
Οι Ιρανές πιέζουν τα όρια του παραδεκτού χιτζάμπ για χρόνια. Τα παλτά έχουν κοντύνει και έχουν λάβει το σχήμα του σώματος και κάποια μαντίλια του κεφαλιού είναι πολύ μικρά. Αυτό, όμως, δεν πέρασε απαρατήρητο ή χωρίς τιμωρία. Οι συλλήψεις για το χιτζάμπ είναι συχνές και πολυάριθμές. Το 2014, η ιρανική αστυνομία ανακοίνωσε ότι το κακό χιτζάμπ υπήρξε το αίτιο 3,6 εκατ. παρεμβάσεων από την αστυνομία. Επί πολλά χρόνια, οι γυναίκες ακτιβίστριες επισημαίνουν ότι το χιτζάμπ έχει δευτερεύουσα θέση, συγκριτικά με άλλα ζητήματα, όπως είναι οι πολιτικές ελευθερίες ή η ισότητα των φύλων.
Έντυπη έκδοση Καθημερινής