Ο Νίκος Ξυλούρης ,ο Ψαρονίκος γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Ήταν το πρώτο αγόρι της οικογένειάς του.
Τρία κορίτσια στη σειρά και μετά ο Νίκος, ο Ψαραντώνης, ο Γιάννης...
Οι γονείς του Γιώργος και Ελευθερία δεν ασχολούνται με την μουσική. Ο παππούς του όμως, ο Νίκος, ήταν γνωστός και φημισμένος λυράρης.
Ήταν 5 χρονών όταν οι Γερμανοί κατακτητές καίνε τ’ Ανώγεια και μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στο Μυλοπόταμο. Θα επιστρέψουν στο καμμένο χωριό τους μετά την απελευθέρωση.
Σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας του, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που δεν τον ήθελε λυράρη, με παρότρυνση και του δασκάλου του που διέβλεψε το ταλέντο του Νίκου, του αγόρασε την πρώτη του λύρα.
Μετά τα πρώτα μαθήματα κοντά στο μεγάλο Λεωνίδα Κλάδο, σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους μουσικούς που καλούσαν σε γάμους, βαφτίσια, χορούς, χαρές.
Στα 17 του κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο».
Πηγαίνοντας στο Βενεράτο, 18 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, γνωρίζει την συντρόφισσα της ζωής του Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας. Επι ένα χρόνο κάθε βράδυ της κάνει καντάδα.
Στις 21 Μαΐου του 1958 λόγω της ταξικής διαφοράς που τους χώριζε και τις αντιρρήσεις του πατέρα της, θα κλεφτούν.
Είναι δύσκολα χρόνια. Μαζί με τον αδελφό του Γιάννη γυρνούν στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το Νοέμβρη του 1958 πραγματοποιεί στην ODEON τις πρώτες του ηχογραφήσεις. Η αμοιβή του για το «Μια μαυροφόρα που περνά είναι 150 δραχμές». Το τραγούδι όμως ακούγεται αρκετά. Θα ακολουθήσουν κι άλλες επιτυχίες σε δίσκους 45 στροφών.
Το 1960 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Γιώργος. Έξι χρόνια αργότερα θα ρθεί και η Ρηνιώ.
Το 1966 συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό Φολκλορικού Τραγουδιού στο Σαν Ρέμο, στην Ιταλία. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στο εξωτερικό. Κερδίζει το πρώτο βραβείο αλλά η είδηση περνά στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων...
ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Το 1969 τραγουδά την περίφημη “Ανυφαντού” που η απήχησή της «σπάει» τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας.
Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι» και τον Σεπτέμβριο εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970 η γνωριμία του με τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει το συμβόλαιο συνεργασίας με την Columbia .
Είναι η εποχή που το «έντεχνο» τραγούδι, παρά την «απουσία» των Mίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, βρίσκεται σε μεγάλη ακμή, και ο πάντα ευρηματικός και πρωτοπόρος Λαμπρόπουλος θέλει να συνδέσει τον δημοτικό τραγουδιστή με τις μουσικές του Σταύρου Ξαρχάκου.
Ο Ξυλούρης όμως έχει άλλα σχέδια. Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον Ερωτόκριτο... Ο πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: “Ψαρονίκος - Κρητικά τραγούδια” και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης που στο εξής θα συνδεθούν άρρηκτα με τη φωνή του σε πανελλαδικό επίπεδο.
Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο – με τον οποίο τον γνώρισε ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός, λάτρης του Νίκου-και τραγουδά , μαζί με την Μαρία Δημητριάδη, στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό».
Η εκπληκτική άρθρωσή του, η δυνατή του φωνή και το ιδιαίτερο χάρισμά που διαθέτει στην εκφορά του λόγου «περνούν» στις ψυχές και τα χείλη του κόσμου την σουρεαλιστική γραφή του Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) που υπογράφει τους στίχους.
Ορισμένα από τα τραγούδια που ξεχώρισαν τότε ήταν: Καφενείον η Ελλάς, 1944, Ο γέρο – δάσκαλος κ.α.
Στο Χρονικό συνυπάρχουν πρωτότυπα και δημιουργικά το «δημοτικό» με το «λαϊκό», το σύγχρονο με το παραδοσιακό, δίνοντας το στίγμα του Μαρκόπουλου για ένα νέο μουσικό «κίνημα» του οποίου είναι ο εμπνευστής: Επιστροφή στις ρίζες.
Την επόμενη χρονιά βγαίνουν τα « Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου, Κόσμε χρυσέ κ.α.
Το Πότε θα κάνει ξαστεριά γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα.
Κάνουν γνωστή τη Κρητική μουσική σε όλη την Ελλάδα.Ο δίσκος θα βραβευθεί από την Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.
Το Μάιο του 1971, μαζί με τους Μαρκόπουλο, Μέμυ Σπυράτου, Δάφνη Ζούνη, εμφανίζεται στη μπουάτ «Λήδρα», Κέκροπος 12 στην Πλάκα.
Η επιτυχία τους είναι πολύ μεγάλη.
Η φωνή του Ξυλούρη, στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης.
Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους Κ. Χ. Μύρη (Γεννήθηκα, Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί) ,στο ίδιο πνεύμα με το Χρονικό. Παράλληλα συμμετέχει στο Διάλειμμα, πάντα σε μουσικές του Μαρκόπουλου, και στίχους των Κ. Χ. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Ακολουθεί η συμμετοχή του στο μελοποιημένο, από τον Μαρκόπουλο, ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο Στρατής θαλασσινός» .
Την ίδια χρονιά συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε καλοκαίρι μας».
Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον» όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», σε μια ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια εκφράζεται το αντιδικτατορικό κλίμα που θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Κι εκεί , στο Ποολυτεχνείο, ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται. Το Πάσχα του 1974 βγαίνει η Συλλογή με παλαιότερα και καινούργια τραγούδια του Ξαρχάκου, όπου περιλαμβάνονται τα: Πως να σωπάσω (στίχοι Κ. Κινδύνη), Αυτόν τον κόσμο τον καλό (στίχοι Β. Ανδρεόπουλου), Γειά σου χαρά σου Βενετιά, Παλικάρι στα Σφακιά (στίχοι Ν. Γκάτσου) και το « Ήτανε μια φορά» (στίχοι Κ. Φέρρη, το τραγούδι ακουγόταν στην τηλεοπτική σειρά Έμποροι των Εθνών).
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Και στην μεταπολιτευτική περίοδο ο Ξυλούρης θα έχει έντονη καλλιτεχνική και «πολιτικο»-κοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ’ναι κι από αίμα. Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα...»
Το 1975 μετά το έντονο πέρασμά του στην έντεχνη δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες του, παρουσιάζοντας ένα δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης με τίτλο « Τα που θυμάμαι τραγουδώ».
Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα «Τροπικός της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση « ο Ερωτόκριτος», μία περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου.
. Παράλληλα τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη» σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.
Την επόμενη χρονιά βγάζει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια «της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα» με «σύγχρονο» ήχο, σε ενορχήστρωση Κώστα Γανωσέλλη.
Μαζί με τα παραδοσιακά κρητικά («Αργαλειός», «Φιλεντέμ», «Ο πραματευτής», «Μεσοπέλαγα αρμενίζω» , τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη.
Τον Οκτώβρη του 1977, μετά από 4 χρονιά διακοπής της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, συμμετέχει στο έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού.
Ιούνιο του 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά» σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου.
Τους πρώτους μήνες του 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους και μουσική ,διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα.
ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ...
Τότε αρχίζει να νοιώθει τις πρώτες ενοχλήσεις στην υγεία του. Βήχας, πονοκέφαλοι... Δε δίνει σημασία και συνεχίζει το τραγούδι. Στις 12 Μαΐου πηγαίνει στην Αμερική για εξετάσεις και διαγνώσκεται ο καρκίνος.
Στις 5 Αυγούστου επιστρέφει και εγκαθίσταται στο Πόρτο Ράφτη, στο σπίτι του στενού του φίλου Ντίνου Δοξιάδη.
Το Δεκέμβρη ταξιδεύει και πάλι στην Αμερική. Γυρνάει στην πατρίδα μετά από μία μόλις εβδομάδα φανερά καταβεβλημένος και με έντονα τα σημάδια από τη θεραπεία.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1980 εισάγεται στο Αντικαρκινικό Πειραιώς. Οι γιατροί καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να τον κρατήσουν στη ζωή, όμως είναι μάταιο.
Ξημερώματα Παρασκευής 8 του Φλεβάρη, η μεγάλη φωνή σβήνει και ο «Αρχάγγελος της Κρήτης», περνά στη Γειτονιά των Αγγέλων.
Ο λυράρης, ο μεγάλος τραγουδιστής , ο αγωνιστής που με την φωνή μάγευε κι ανατάραζε τις καρδιές σκορπάει την θλίψη σε όλη τη χώρα που τον αποχαιρετά με το:
«Έβαλε ο Θεός σημάδι
Παλικάρι στα Σφακιά…»