Ο Ηρακλειώτης επιχειρηματίας Σπύρος Βασιλάκης ,που δραστηριοποιείται στο εμπόριο ελαιολάδου ,είναι μεταξύ εκείνων που με δύο οδηγούς και ισάριθμα βυτία επιχείρησε να στείλει ελαιόλαδο στην Ιταλία αυτές τις ημέρες αλλά είχε την ατυχία να χρησιμοποιήσει το Norman Atlantic.
Οι οδηγοί του , όπως περιέγραψε το πρωί μιλώντας στο Ράδιο Κρήτη και το Νίκο Ψιλάκη, είναι μεταξύ των διασωθέντων και τα όσα του είπαν τηλεφωνικά μαρτυρούν μια άνευ προηγουμένου κατάσταση ,σ’ ένα φλεγόμενο πλοίο όπου το πλήρωμα έχει εξαφανιστεί και ο κόσμος δεν έχει που να σταθεί καθώς καίνε οι λαμαρίνες του και λιώνουν τις σόλες των παπουτσιών τους.
Όπως είπε ο κ Βασιλάκης, ένας εκ των οδηγών του ,του τηλεφώνησε στις πέντε παρά τέταρτο τα ξημερώματα της Κυριακής και του είπε ,τρομοκρατημένος, πως το πλοίο καίγεται και να αναζητήσει τη θέση του στο ίντερνετ ώστε να ενημερώσει τις Αρχές γιατί δεν είχε δοθεί σήμα.
Εκείνος πράγματι πήρε τηλέφωνο στο λιμεναρχείο της Ηγουμενίτσας και τους ρώτησε αν ξέρουν πως το ναυλωμένο πλοίο από την ΑΝΕΚ είχε πάρει φωτιά, γεγονός που έδειξαν να αγνοούν, καθώς στις έξι παρά το πρωί δόθηκε τελικά το επίσημο σήμα.
Ο Ηρακλειώτης επιχειρηματίας θεωρεί πως αυτή η ,σχεδόν δίωρη, καθυστέρηση από τη στιγμή που ξέσπασε η φωτιά μέχρι την κινητοποίηση των αρχών είναι ο κύριος παράγοντας που έπαιξε ρόλο στο να μην καταστεί εφικτή η εκκένωση του πλοίου ως το βράδυ της Κυριακής.
Ο οδηγός του τον ενημέρωσε πως η κατάσταση πάνω στο πλοίο είναι πολύ χειρότερη από αυτή που βγαίνει προς τα έξω ,καθώς πλήρωμα δεν έβρισκαν πουθενά και ήταν οι επαγγελματίες οδηγοί εκείνοι που βοηθούσαν τα γυναικόπαιδα να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο για να σωθούν.
Όλο το καράβι, είχε αρπάξει φωτιά και μόνο πάνω στη γέφυρα μπορούσε κανείς να νιώσει λίγο ασφάλεια ,αν και ούτε εκεί δεν μπορούσε να καθίσει αφού οι λαμαρίνες ήταν καυτές και έκαιγαν μέχρι και τις σόλες των παπουτσιών.
Είναι ενδιαφέρουσα πάντως η εκτίμηση του κ Βασιλάκη πως ,παρά τα όσα λέγονται, τα βυτία με το ελαιόλαδο δεν πρέπει να έχουν αρπάξει ακόμα φωτιά.
Μάλιστα 12-13, από τα συνολικά 30 που βρίσκονται πάνω στο πλοίο ,είχαν φορτωθεί στο κατάμπαρο, στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της θάλασσας, όπου είναι τόσο στενός ο χώρος ώστε κατά την έξοδο τους τα βυτία πρέπει να τραβηχτούν με ειδικό τράκτορα.
«Αν τα βυτία είχαν αρπάξει φωτιά θα βλέπατε τους καπνούς από το Ράδιο Κρήτη», είπε χαρακτηριστικά ο κ Βασιλάκης και πρόσθεσε πως τα βυτία είναι ανοξείδωτα ,πάχους 3 εκατοστών ,που για να καεί το περιεχόμενο τους πρέπει να λυόσουν πρώτα εκείνα κι αυτό είναι δύσκολο λόγω του υλικού τους.
Όσο για το σενάριο της παρουσίας οδηγών μέσα στις καμπίνες των οχημάτων τους κατά το ξέσπασμα της φωτιάς ο κ Βασιλάκης εξηγεί πως πράγματι αρκετοί αντί να πάνε στις στενές καμπίνες των 4 ατόμων στο πλοίο ,όπου συχνά οι συνθήκες υγιεινής άλλων επιβατών δεν είναι οι καλύτερες δυνατές ,επιλέγουν να κοιμηθούν μέσα στα οχήματα τους .Όμως αυτό κυρίως γίνεται με όσα φορτηγά ή βυτία έχουν φορτωθεί στο υπαίθριο γκαράζ του πλοίου κι όχι στο υπόγειο ,όπου το οξυγόνο δεν είναι επαρκές κι έτσι κι αλλιώς απαγορεύεται να μπει κανείς όσο διαρκεί το ταξίδι.
Ε.Β